χοντρόπετσος, -η, -ο, επίθ. [<χοντρο- + πέτσα + κατάλ. -ος], χοντρόπετσος· (υποτιμητικά) που είναι αναίσθητος, ασυνείδητος, που δε θίγεται με τίποτα, που δε συγκινείται με τίποτα: «είναι τόσο χοντρόπετσος άνθρωπος, που, όσο και να τον βρίζεις, αυτός πέρα βρέχει! || αυτός δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο τ’ αλλουνού, γιατί είναι χοντρόπετσος άνθρωπος».