χοντροκοπιά, η, ουσ. [<χοντρο- + κοπώ + κατάλ. -ιά]. 1. εκδήλωση ή συμπεριφορά άξεστου ανθρώπου, η έλλειψη ευγένειας, λεπτότητας: «μην αρχίσεις τις χοντροκοπιές εκεί που θα πάμε, γιατί όλοι τους είναι καθώς πρέπει άνθρωποι». 2. δουλειά που δεν έγινε με τέχνη και μεράκι, δουλειά άτεχνη, άκομψη: «έχει τέτοια χοντροκοπιά το σαλόνι του, που δε σου κάνει όρεξη να καθίσεις». 3. άνθρωπος μεγαλόσωμος και χωρίς χάρη: «τα ’χει φτιάξει με μια γκόμενα, που είναι σκέτη χοντροκοπιά»·
- κάνω χοντροκοπιές, συμπεριφέρομαι χωρίς ευγένεια, χωρίς λεπτότητα, συμπεριφέρομαι άξεστα: «δεν τον παίρνω ξανά μαζί μου, γιατί κάνει χοντροκοπιές και με ρεζιλεύει»·
- λέω χοντροκοπιές, λέω ανοησίες, βλακείες, σαχλαμάρες, χωρίς να νοιάζομαι αν θίγω κάποιον: «όταν είμαι μεθυσμένος λέω ένα σωρό χοντροκοπιές, που εκ των υστέρων, βέβαια, μετανιώνω»·
- πετώ χοντροκοπιές, βλ. φρ. λέω χοντροκοπιές.