χοντρέλας, ο, ουσ. [αρσ. του ουσ. χοντρέλα + κατάλ. -ας], (υποτιμητικά) άντρας πολύ χοντρός: «είναι τόσο χοντρέλας, που δεν μπορεί να περπατήσει».