χοντράνθρωπος, ο, ουσ. [<χοντρός + άνθρωπος]. 1. (υποτιμητικά) άνθρωπος άξεστος, αγενής, αγροίκος: «δεν ξέρει καθόλου από τρόπους αυτός ο χοντράνθρωπος». 2. άνθρωπος που οι χειρονομίες του είναι σκληρές, βάναυσες: «χάιδεψέ με πιο απαλά, βρε χοντράνθρωπε!». 3. άνθρωπος που κάνει ή λέει χοντράδες: «πες, επιτέλους, αυτόν το χοντράνθρωπο να πάψει να μιλάει, γιατί μας έκανε ρεζίλι!».