χλομός, -ή, -ό, επίθ. [<φλομός <ουσ. φλόμος], χλομός·
- είναι χλομό, βλ. φρ. το βλέπω χλομό·
- το βλέπω χλομό, νομίζω πως είναι απίθανο να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι: «θα προσπαθήσω να έρθω, αν και το βλέπω χλομό». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάπως·
- χλομό πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο.