χιώτικα, επίρρ. [του επιθ. χιώτικος], ιδίως εύχρ. στη φρ. την έπαθε χιώτικα, ξεγελάστηκε από κάποιον, έπεσε θύμα απάτης: «έμπλεξε μ’ έναν απατεώνα και την έπαθε χιώτικα, γιατί έχασε ένα σωρό λεφτά».