Χιώτης, ο, ουσ. [<Χίος + κατάλ. -ώτης], ο Χιώτης·
- πάνε δυο δυο σαν τους Χιώτες, (ειρωνικά) πηγαίνουν παντού μαζί ή βαδίζουν πάντα μαζί: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν πάνε δυο δυο σαν τους Χιώτες». Από το ότι κατά την τουρκοκρατία, όταν κάποιος Τούρκος έβλεπε κάποιον Έλληνα τον υποχρέωνε να τον δεχτεί στην πλάτη του και να τον μεταφέρει στο σπίτι του. Οι Χιώτες, για να αποφεύγουν αυτή την ταπεινωτική στάση, πήγαιναν δυο δυο κι όταν έβλεπαν από μακριά κάποιον Τούρκο, τότε έπαιρνε ο ένας τον άλλον στην πλάτη του με τη δικαιολογία ότι, αυτός που καβαλίκευε ήταν άρρωστος, κι έτσι γλίτωναν την ταπείνωση·
- την έπαθε σαν Χιώτης, βλ. φρ. την έπαθε χιώτικα, λ. χιώτικα.