αφιερωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. αφιερώνω], αφιερωμένος·
- αφιερωμένο εξαιρετικά, α. φιλοφρονητική έκφραση, που αρχικά χρησιμοποίησαν οι δεύτεροι και τρίτοι τραγουδιστές, ιδίως τραγουδίστριες στα μπουζούκια, όταν αφιέρωναν το τραγούδι που τραγουδούσαν σε κάποιον από τους θαμώνες του κέντρου, και έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό από τους ραδιοπειρατές της δεκαετίας του 1980: «το τραγούδι, αφιερωμένο εξαιρετικά, απ’ τη Ντίνα στον Κώστα με καρδούλες και καραβάκια». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο τη στιγμή που του επιδίδουμε κάποιο ανεπιθύμητο δημόσιο έγγραφο: «από δω, να σου δώσω, αφιερωμένο εξαιρετικά, το τσεκ της εφορίας».