χι, το, άκλ. [<αρχ. χεῖ], εύχρ. μόνο στη φρ. σημειώσατε χι (Χ), λέγεται στην περίπτωση που δυο αντίπαλοι, ανταγωνιστές ή συνομιλητές, δεν κατόρθωσαν να υπερισχύσει ο ένας επί του άλλου: «έπεσαν κι οι δυο ακριβώς την ίδια στιγμή πάνω στο νήμα, οπότε σημειώσατε χι || εξέθεσαν και οι δυο τις απόψεις τους, αλλά σημειώσατε χι, γιατί κανείς τους δεν έπεισε». Από το ότι με το σύμβολο Χ σημειώνει κανείς την ισοπαλία ανάμεσα σε δυο ποδοσφαιρικές ομάδες που περιέχονται στο δελτίο του προπό.