χημεία, η, ουσ. [<μτγν. χημεία], η χημεία· (στη νεοαργκό) χαρακτηρισμός χημικού ναρκωτικού, π.χ. ηρωίνης, κοκαΐνης κ.λπ. σε αντιδιαστολή με αυτό που καλλιεργείται: «απ’ ό,τι έμαθα, ο τάδε το ’ριξε στα ναρκωτικά. -Φύση ή χημεία;»· βλ. και λ. φύση