χελώνα, η, ουσ. [<αρχ. χελώνη], η χελώνα· είδος αυτοκινήτου της αυτοκινητοβιομηχανίας Σιτροέν: «η χελώνα της Σιτροέν υπήρξε ένα πολύ δημοφιλές αυτοκίνητο στις δεκαετίες του 1960-1970». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δουλεύει με ρυθμό χελώνας ή δουλεύει σε ρυθμό χελώνας, δουλεύει πολύ αργά, πολύ νωθρά: «δε βλέπω να τελειώνει γρήγορα τη δουλειά, γιατί δουλεύει σε ρυθμό χελώνας»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα, βλ. φρ. δουλειά·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα, βλ. λ. δουλειά·
- η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει, οι γονείς, που συνήθως έχουν αδυναμία στα παιδιά τους, τα βλέπουν πάντα όμορφα, βλέπουν πάντα μόνο τα προτερήματά τους: «μη διανοηθείς να της πεις πως έχει άσχημο παιδί, γιατί η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει». Συνών. τ’ ασχημότερο της ρούγας, τ’ ομορφότερο της μάνας·
- κινείται σαν χελώνα ή κινείται σαν τη χελώνα, βλ. φρ. περπατάει σαν χελώνα·
- με βήμα χελώνας, πολύ αργά, πολύ νωθρά, σε ρυθμό χελώνας: «πρέπει να βιαστούμε λίγο, γιατί με βήμα χελώνας δε φτάνουμε ούτε αύριο»·
- όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- πάει σαν χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα, α. προχωρεί πολύ αργά, καθυστερεί υπερβολικά: «πες του ν’ ανοίξει το βήμα του, γιατί πάει σαν τη χελώνα». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται πάρα πολύ αργά, προχωρεί με μεγάλη καθυστέρηση: «πρέπει να πέσουμε με τα μούτρα πάνω στη δουλειά, γιατί πάει σαν τη χελώνα». Συνών. πάει σαν κάβουρας ή πάει σαν τον κάβουρα· βλ. και φρ. περπατάει σαν χελώνα·
- περπατάει σαν χελώνα ή περπατάει σαν τη χελώνα, βαδίζει πολύ αργά: «έτσι όπως περπατάει σαν τη χελώνα, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. περπατάει σαν κάβουρας ή περπατάει σαν τον κάβουρα· βλ. και φρ. πάει σαν χελώνα·
- πηγαίνει σαν χελώνα ή πηγαίνει σαν τη χελώνα, βλ. φρ. περπατάει σαν χελώνα·
- προχωράει σαν χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα, βλ. φρ. περπατάει σαν χελώνα·
- σε ρυθμό χελώνας, πολύ αργά, πολύ νωθρά, με βήμα χελώνας: «ανοίξτε το βήμα σας, γιατί έτσι, όπως είμαστε σε ρυθμό χελώνας, δε θα φτάσουμε ποτέ»· βλ. και φρ. δουλεύει σε ρυθμό χελώνας.