χάσιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. χάνω + κατάλ. -ιμο], το χάσιμο· (στη γλώσσα των ναρκωτικών), η κατάσταση αποχαύνωσης στην οποία περιέρχεται ο ναρκομανής μετά από υπερβολική χρήση ναρκωτικού: «όλη η φασαρία, αγόρι μου, γι’ αυτό το χάσιμο γίνεται!»·
- δεν έχω καιρό για χάσιμο, βλ. λ. καιρός·
- δε θα ’χεις χάσιμο, θα έχεις ανταποδοτική ωφέλεια, θα έχεις κέρδος, αν προσφέρεις τη ζητούμενη εκδούλευση, ή αν προχωρήσεις στη συγκεκριμένη ενέργεια: «αν με βοηθήσεις να ξεπεράσω αυτό το πρόβλημα, δε θα ’χεις χάσιμο || κάνε αυτή τη δουλειά που σου λέω, και δε θα ’χεις χάσιμο»·
- είναι χάσιμο χρόνου, λέγεται για κάτι που δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς, ή όσο και αν ασχοληθεί, δε θα φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα: «το να προσπαθείς να φτιάξεις αυτή τη σακαράκα, είναι χάσιμο χρόνου || μην προσπαθείς να τον κάνεις άνθρωπο, γιατί είναι χάσιμο χρόνου».