χασές, ο, ουσ. [<τουρκ. hase <αραβ. <hassa], είδος λευκού βαμβακερού υφάσματος·
- έγινε άσπρος σαν χασές ή έγινε άσπρος σαν το χασέ, έγινε άσπρος σαν το χρώμα του χασέ από φόβο ή από τρόμο, έγινε άσπρος σαν το πανί: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, ο δικός σου έγινε άσπρος σαν χασές»·
- θα σε σκίσω σαν χασέ! απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον δείρουμε άγρια, πως αν αναμετρηθεί μαζί μας, θα τον κατανικήσουμε, θα τον διασύρουμε: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σε σκίσω σαν χασέ! || όποτε θέλεις, είμαι έτοιμος ν’ αναμετρηθώ μαζί σου, γιατί είμαι σίγουρος πως θα σε σκίσω σαν χασέ!». Συνών. θα σε σκίσω σαν σαρδέλα(!)·
- σκίζω χασέδες, α. είμαι άριστος σε αυτό που κάνω: «σε μηχανολογικά θέματα σκίζω χασέδες». β. έχω μεγάλες επιτυχίες, ιδίως σε γυναίκες: «στα νιάτα του έσκιζε χασέδες κι όλες έτρεχαν πίσω του». γ. η εμφάνισή μου από άποψη καθαριότητας και ντυσίματος είναι άψογη: «χτες το βράδυ στο πάρτι έσκιζες χασέδες»·
- τον έσκισα σαν χασέ, αποδείχτηκα κατά πολύ ανώτερός του, τον κατανίκησα, τον κατατρόπωσα και, κατ’ επέκταση, τον έδειρα άγρια: «παίξαμε τάβλι και τον έσκισα σαν χασέ || όταν μ’ εκνεύρισε, τον έπιασα στα χέρια μου και τον έσκισα σαν χασέ». Συνών. τον έσκισα σαν σαρδέλα.