χαρτωσιά, η, ουσ. [<χαρτιά + κατάλ. -ωσιά], (για χαρτοπαίγνιο) το σύνολο των χαρτιών που μαζεύει ο παίχτης με ένα μόνο χαρτί: «απ’ την αρχή του παιχνιδιού δεν μπόρεσα να πάρω ούτε μια χαρτωσιά». Συνών. μπάζα1 (1) / φυλλωσιά·
- δεν παίρνω χαρτωσιά, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. δεν πιάνω χαρτωσιά·
- δεν πιάνει χαρτωσιά, (για πράγματα) δεν έχει καμιά αξία: «έδωσε ένα σωρό λεφτά για έναν πίνακα που δεν πιάνει χαρτωσιά». Συνών. δεν πιάνει μπάζα1 / δεν πιάνει φυλλωσιά·
- δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά μου, δεν αξίζει τίποτα συγκρινόμενος μαζί μου, γενικά είναι κατά πολύ κατώτερός μου: «λέει ότι είναι εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος, αλλά δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά μου». (Τραγούδι: μπροστά του δεν αξίζουν ούτε δίλεπτο, δεν πιάνουν χαρτωσιά οι άντρες όλοι). Συνών. δεν πιάνει μπάζα1 μπροστά μου / δεν πιάνει φυλλωσιά μπροστά μου·
- δεν πιάνω χαρτωσιά, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δεν μπορώ να κερδίσω μια χαρτωσιά: «βγήκα απ’ το παιχνίδι, γιατί δεν μπόρεσα να πιάσω χαρτωσιά». Συνών. δεν πιάνω μπάζα1 / δεν πιάνω φυλλωσιά.