χάνω, ρ. [<μσν. χάνω, από το ἔχασα <ἐχάωσα, αόρ. του μτγν. χαῶ (= ρίχνω στο χάος)], χάνω. 1. νικιέμαι: «εγώ δε χάνω από κανέναν». 2. στερούμαι κάποιον που εξαφανίστηκε, ιδίως που πέθανε: «έχασα τον πατέρα μου πριν από έξι χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: αφήστε με να πιω απόψε να μεθύσω· αύριο με χάνετε, δε θα ξαναγυρίσω).3. το γ΄ εν. ενεστ. χάνει, δεν είναι σωστός στο μυαλό του, πάσχει διανοητικά: «γιατί τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, δε βλέπεις που χάνει!». 4α. στον αόρ. στον εν. και πλ. έχασα και χάσαμε, πέθανε κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο: «έχασα τον πατέρα μου || χάσαμε το φίλο μας». (Λαϊκό τραγούδι: καημό μεγάλο απόχτησα βαθιά μες στην καρδιά μου, έχασα τη μανούλα μου που ήταν παρηγοριά μου // άρχισε ο Χάρος να καλεί τώρα την κλάση μου, χτες βράδυ χάσαμε το φίλο μας τον Τάσο. Ήρθ’ ο καιρός να επιστρέψω για τη βάση μου κι απ’ τον αγώνα της ζωής να ξαποστάσω). β. στην προστακτ. αορ. χάσου! βλ. φρ. άντε χάσου! (Ακολουθούν 179 φρ.)·
- άι χάσου! βλ. φρ. άντε χάσου(!)· 
- αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω, βλ. λ. δρόμος·
- αν κυνηγάς δύο λαγούς, θα χάσεις και τους δύο, βλ. λ. λαγός·
- άντε χάσου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε χάσου, γιατί και η υπομονή έχει τα όριά της!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος ή για το δέντρο χάνει το δάσος, βλ. λ. δέντρο·
- για το καρφί χάνει το πέταλο, βλ. λ. καρφί·
- δε θα χάσεις, θα κερδίσεις, θα έχεις ανταπόδοση, αν προσφέρεις τη ζητούμενη εκδούλευση: «δε θα χάσεις, αν με βοηθήσεις στη μετακόμιση που έχω να κάνω»·
- δε θα χάσεις το τρένο! βλ. λ. τρένο·
- δε θα χάσω! δηλώνει ειρωνική άρνηση: «θα ’ρθεις μαζί μας το βράδυ στα μπουζούκια; -Δε θα χάσω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι·
- δε χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, βλ. λ. Θεός·
- δε χάνω καιρό, βλ. λ. καιρός·
- δε χάνω ούτε κόμμα, βλ. λ. κόμμα·
- δε χάνω στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- δε χάνω τον καιρό, βλ. λ. καιρός·
- δε χάνω τον καιρό μου, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχασε καιρό και…, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω να χάσω τίποτα ή δεν έχω τίποτα να χάσω, βλ. φρ. τι έχω να χάσω(!)·
- εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- εδώ χάνει ο σκύλος τον αφέντη του, βλ. φρ. σκύλος·
- είναι να χάνεις το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έπαιξα, έχασα, λέγεται για προσπάθειά μας της οποίας η έκβαση εξαρτήθηκε από την τύχη: «το ήξερα πως ήταν δύσκολη η δουλειά. Έπαιξα, έχασα, αυτό είναι όλο». (Λαϊκό τραγούδι: αφού στη μαύρη σου καρδιά ποντάρισα, αφού μι’ αχάριστη πήγα να σώσω, αφού το είναι όλο στο χάρισα έπαιξε, έχασα και θα πληρώσω
- έχασ’ η Βενετιά βελόνι ή έχασ’ η Πόλη μάλαμα κι η Βενετιά βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- έχασα την μπάλα ή έχω χάσει την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- έχασα την παρθενιά μου, βλ. λ. παρθενιά·
- έχασα τις μέρες, βλ. λ. μέρα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχασαν την μπάλα ή έχουν χάσει την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- έχασε τα γνωστικά του, βλ. λ. γνωστικός·
- έχασε τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- έχασε τα λογικά του ή έχασε το λογικό του, βλ. λ. λογικός·
- έχασε τα μυαλά του ή έχασε το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχασε τάξη, βλ. λ. τάξη·
- έχασε τζάμπα (και βερεσέ), βλ. λ. τζάμπα·
- έχασε τη γυναίκα του, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- έχασε τη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έχασε τη θωριά του, βλ. λ. θωριά·
- έχασε τη λαλιά του, βλ. λ. λαλιά·
- έχασε τη μιλιά του, βλ. λ. μιλιά·
- έχασε τη φόρμα του, (για αθλητές), βλ. λ. φόρμα·
- έχασε τη φωνή του, βλ. λ. φωνή·
- έχασε τη χρονιά, βλ. λ. χρονιά·
- έχασε την επαφή του με την πραγματικότητα, βλ. λ. επαφή·
- έχασε την παρθενιά της, (για γυναίκες) βλ. λ. παρθενιά·
- έχασε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- έχασε την τάξη, βλ. λ. τάξη·
- έχασε την τιμή της, βλ. λ. τιμή·
- έχασε το χρώμα του, βλ. λ. χρώμα·
- έχασε τον άντρα της, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- έχασε χρονιά, βλ. λ. χρονιά·
- έχασε χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- έχασες επεισόδια, βλ. λ. επεισόδιο·
- έχασες σελίδες, βλ. λ. σελίδα·
- έχασες τεύχη, βλ. λ. τεύχος·
- θα χάσεις, α. θα ζημιωθείς: «αν δεν αυξήσεις την τιμή του εμπορεύματός σου, θα χάσεις». β. θα στερηθείς κάποια απόλαυση ή ευχαρίστηση: «αν δεν έρθεις μαζί μας, θα χάσεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ·
- θα χάσεις το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- θα χάσεις το νου σου, βλ. λ. νους·
- θα χάσω το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- θα χάσω το νου μου, βλ. λ. νους·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί, παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, βλ. λ. Θεός·
- κρατάει τα δράμια και χάνει τα καντάρια, βλ. λ. καντάρι·
- με το φίλο φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις, βλ. λ. φίλος·
- μη χάνεις καιρό, βλ. λ. καιρός·
- μη χάνεις τον καιρό σου, βλ. λ. καιρός·
- μη χάσεις! έκφραση με την οποία ειρωνευόμαστε ή δηλώνουμε το παράπονό μας σε κάποιον που βιάστηκε να προβεί σε κάποια ενέργεια: «αφού μου είπε πως μπορώ να πάρω όσα ροδάκινα θέλω, χωρίς να πληρώσω ούτε ευρώ, τιγκάρισα τ’ αυτοκίνητό μου κι έφυγα. -Μη χάσεις! || μόλις ο διευθυντής μας είπε πως μπορούμε να φύγουμε ό,τι ώρα θέλουμε, τα παράτησα όλα κι έφυγα. -Μη χάσεις! Κι εγώ σε περίμενα σαν βλάκας για να φύγουμε μαζί». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το κι εσύ·
- να μη σε χάσουμε από πελάτη! ή να μη σε χάσω από πελάτη! βλ. λ. πελάτης·
- να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να χάνει ο σκύλος τον αφέντη του, βλ. λ. σκύλος·
- ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθάει, βλ. λ. παίζω·
- όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα ή όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και τα λίγα ή όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. λ. όποιος·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; βλ. λ. τιμή·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; βλ. λ. μυαλό·
- ποιος έχασε το φιλότιμό του, (για) να το βρεις εσύ; βλ. λ. φιλότιμο·
- ποιος το ’χασε για να το βρεις εσύ; (ενν. το μυαλό, το φιλότιμο), βλ. λ. ποιος·
- πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, βλ. λ. βρίσκω·
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- τα ’χασε ή τα ’χει χάσει (ενν. τα λογικά του, τα μυαλά του), α. βρίσκεται σε αμηχανία και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει: «τα ’χασε, μόλις του πρότεινε ο άλλος να θέσει υποψηφιότητα για τη θέση του προέδρου». (Λαϊκό τραγούδι: μπήκ’ ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τα ’χει χάσει και παλτουδιά καινούρια πρέπει ν’ αγοράσει). β. παραφρόνησε: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τα ’χει χάσει ο καημένος»· βλ. και φρ. τα χάνω·
- τα χάνω, α. βρίσκομαι σε αμηχανία και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά στο διευθυντή μου, τα χάνω και δεν ξέρω τι να πω». (Λαϊκό τραγούδι: πώς να στο πω μικρούλα μου τον πόνο, δεν αντέχω, μπροστά στα μαύρα μάτια σου τα χάνω σαν σε βλέπω). β. νιώθω μεγάλη ταραχή, σαστίζω από κάτι που ακούω ή βλέπω: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναικάρα, τα χάνω». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, χασαπάκι μου, μικρό μορτάκι μου, όταν σε δω στην αγορά, τα χάνω δεν αντέχω πια
- τα χάνω (ενν. τα λεφτά μου), ιδίως σε επιχείρηση ή σε τυχερά παιχνίδια: «κάποτε είχε πολλά λεφτά, αλλά, απ’ τη μέρα που μπλέχτηκε με τα χαρτιά, τα ’χασε». (Λαϊκό τραγούδι: σαν κορόιδο πιάστηκες, να τα χάσεις βιάστηκες
- τι είχα, τι έχασα; ή τι είχαμε, τι χάσαμε; έκφραση αδιαφορίας, με την έννοια δε μου συνέβη κάτι κακό, δεν υπολογίζω αυτό που συνέβη, γιατί δεν το θεωρώ σοβαρό: «τη γνώρισα τυχαία σ’ ένα πάρτι, περάσαμε ευχάριστα πέντε μήνες κι ύστερα έφυγε στο εξωτερικό. Τι είχαμε, τι χάσαμε;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι θα χάσω αν… ή τι θα χάσω να..., βλ. φρ. τι έχω να χάσω(;)·
- τι έχω να χάσω; λέγεται στην περίπτωση που κάνει κάποιος μια προσπάθεια, χωρίς να είναι βέβαιος ότι θα πετύχει, αλλά και χωρίς να ανησυχεί σε περίπτωση αποτυχίας της, γιατί δε διακινδυνεύει τίποτα: «εγώ θα του προτείνω, αν θέλει, να συνεταιριστούμε, τι έχω να χάσω;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το ’χασε ή το ’χει χάσει (ενν. το λογικό του, το μυαλό του), παραφρόνησε: «του ’πεσαν τόσες αναποδιές μαζεμένες, που το ’χασε ο καημένος»·
- τον αράπη κι αν λευκαίνεις, το σαπούνι σου το χάνεις, βλ. λ. αράπης·
- τον έχασα, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «έτσι όπως τον κυνηγούσα, ανακατεύτηκε μέσα στο πλήθος και τον έχασα»·
- τον (την) έχασα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), έχασε το κανονικό του (της) μέγεθος, το κανονικό του (της) μήκος λόγω έντονου ψύχους: «στο χιονοδρομικό κέντρο έκανε τόσο κρύο, που τον έχασα». Δεν ακούγεται ποτέ στο ουδέτερο το ’χασα (ενν. το πέος, το καυλί)·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον χάνει το σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- χάνει αέρα, βλ. λ. αέρας·
- χάνει λάδια, βλ. λ. λάδι·
- χάνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- χάνουμε τα λόγια μας, βλ. λ. λόγος·
- χάνουμε τις κουβέντες μας, βλ. λ. κουβέντα·
- χάνω άδικα το χρόνο μου, βλ. λ. χρόνος·
- χάνω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- χάνω βάρος, βλ. λ. βάρος·
- χάνω έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
- χάνω ευκαιρίες με το τσουβάλι, βλ. λ. ευκαιρία·
- χάνω καιρό, βλ. λ. καιρός·
- χάνω κιλά, βλ. λ. κιλό·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- χάνω πάνω στο νήμα (από κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. νήμα·
- χάνω πάσα ιδέα (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ιδέα·
- χάνω τ’ αβγά και τα καλάθια ή χάνω τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. λ. αβγό·
- χάνω τα ίχνη (κάποιου), βλ. λ. ίχνος·
- χάνω τα κέφια μου ή χάνω το κέφι μου, βλ. λ. κέφι·
- χάνω τα λόγια μου, βλ. λ. λόγος·
- χάνω τα μαλλιά μου, βλ. λ. μαλλί·
- χάνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- χάνω τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- χάνω τα μυαλά μου ή χάνω το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- χάνω τα νερά μου, βλ. λ. νερό·
- χάνω τα πασχάλια μου, βλ. λ. πασχάλια·
- χάνω τζάμπα το χρόνο μου, βλ. λ. χρόνος·
- χάνω τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- χάνω τη δύναμή μου, βλ. λ. δύναμη·
- χάνω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- χάνω τη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- χάνω τη μάχη, βλ. λ. μάχη·
- χάνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. λ. μάχη·
- χάνω τη μάχη με το θάνατο, βλ. λ. μάχη·
- χάνω τη μέρα μου, βλ. λ. μέρα·
- χάνω τη σειρά μου, βλ. λ. σειρά·
- χάνω την εξουσία, βλ. λ. εξουσία·
- χάνω επαφή ή χάνω επαφές (με κάποιον) ή χάνω την επαφή μου ή χάνω τις επαφές μου (με κάποιον), βλ. λ. επαφή·
- χάνω την ευκαιρία, βλ. λ. ευκαιρία·
- χάνω την όρεξη ή χάνω την όρεξή μου, βλ. λ. όρεξη·
- χάνω την υπομονή μου, βλ. λ. υπομονή·
- χάνω την ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- χάνω την ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- χάνω τις αισθήσεις μου, βλ. λ. αίσθηση·
- χάνω τις δυνάμεις μου, βλ. λ. δύναμη·
- χάνω τις κουβέντες μου, βλ. λ. κουβέντα·
- χάνω το βήμα μου, βλ. λ. βήμα·
- χάνω το βηματισμό μου, βλ. βηματισμός·
- χάνω το γούστο μου, βλ. λ. γούστο·
- χάνω το διαβατήριο, βλ. λ. διαβατήριο·
- χάνω το δικαστήριο, βλ. λ. δικαστήριο·
- χάνω το δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- χάνω το θρόνο μου, βλ. λ. θρόνος·
- χάνω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- χάνω το κοντρόλ, βλ. λ. κοντρόλ·
- χάνω το λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- χάνω το νου μου, βλ. λ. νους·
- χάνω το παιδί, (για έγκυες γυναίκες), βλ. λ. παιδί·
- χάνω το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- χάνω το τρένο, βλ. λ. τρένο·
- χάνω το φως μου, βλ. λ. φως·
- χάνω το χρόνο μου, βλ. λ. χρόνος·
- χάνω τον εαυτό μου, βλ. λ. εαυτός·
- χάνω τον ειρμό μου ή χάνω τον ειρμό των σκέψεών μου, βλ. λ.ειρμός·
- χάνω τον έλεγχο, βλ. λ. έλεγχος·
- χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου, βλ. λ. εαυτός·
- χάνω τον καιρό (μου), βλ. λ. καιρός·
- χάνω τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- χάνω τον μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- χάνω τον ντορό μου, βλ. λ. ντορός·
- χάνω τον πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- χάνω τον τόνο, βλ. λ. τόνος·
- χάνω τον ύπνο μου, βλ. λ. ύπνος·
- χάνω ύψος, βλ. λ. ύψος·
- χάνω χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- χάσου απ’ τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- χάσου από δω! βλ. λ. εδώ·
- χάσου από μπροστά μου! βλ. λ. μπροστά·
- χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, βλ. λ. καιρός·
- χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
- χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα, βλ. λ. ώρα.