χαμπέρι, το, ουσ. [<τουρκ. haber],  η είδηση, το νέο: «έχω ευχάριστα χαμπέρια να σου αναγγείλω || του ’φερε δυσάρεστα χαμπέρια για το γιο του». (Λαϊκό τραγούδι: ακούστε κι άλλο ένα χαμπέρι χαρωπό, θα ’ρθει μια κομπανία το βράδυ στο χωριό
- δίνω χαμπέρι, πληροφορώ: «όπου και να πάει, ό,τι και να κάνει, μετά δίνει χαμπέρι στους γονείς του»·
- ήρθαν τα χαμπέρια σου, ειρωνική ή επιτιμητική έκφραση σε άτομο του οποίου πληροφορηθήκαμε τις παρατυπίες του, τις παρανομίες του, ή γενικά οτιδήποτε που δεν το κολακεύει: «ήρθαν τα χαμπέρια σου για τις χθεσινοβραδινές βλακείες που έκανες στα μπουζούκια»·
- παίρνω τα χαμπέρια ή παίρνω τα χαμπέρια μου, πληροφορούμαι, παίρνω κάποια είδηση, ιδίως όχι ευχάριστη: «πήρα τα χαμπέρια μου απ’ την εφορία κι είμαι μέσ’ στα νεύρα μου»·
- παίρνω χαμπέρι ή παίρνω χαμπέρια, παίρνω είδηση από κάποιον: «πόσο καιρό έχεις να πάρεις χαμπέρια απ’ το γιο σου που υπηρετεί στο στρατό;»·
- στέλνω χαμπέρι ή στέλνω χαμπέρια, πληροφορώ κάποιον: «έστειλε χαμπέρι στο γιο του πως η γυναίκα του γέννησε κοριτσάκι». (Λαϊκό τραγούδι: στέλνουν χαμπέρι στο γιατρό από ενδιαφέρον “τρέξε γιατρέ μου το και το τον χάνουμε το γέρο”)
- του στέλνω τα χαμπέρια ή του στέλνω τα χαμπέρια μου, τον πληροφορώ για κάτι, συνήθως απειλητικά: «αν δεις τον τάδε, πες του πως του στέλνω τα χαμπέρια μου ότι θα λογαριαστούμε»·
- φέρνω χαμπέρι ή φέρνω χαμπέρια, φέρνω ειδήσεις, νέα από κάποιο άτομο σε κάποιο άλλο ή γενικά πληροφορώ κάποιον ή κάποιους για κάτι: «ποιος έφερε τα χαμπέρια, ότι σκοτώθηκε ο τάδε; || ο τάδε φέρνει άσχημα χαμπέρια».