χαμομήλι, το, ουσ. [<σπάνιο χαμομήλιον, υποκορ. του μτγν. χαμαίμηλον], το χαμομήλι·
- είσαι για χαμομήλι, λέγεται ειρωνικά σε άτομο, που θέλουμε να του δώσουμε να καταλάβει ότι γέρασε: «άσε τα κοριτσόπουλα στην ησυχία τους, δε βλέπεις που είσαι για χαμομήλι!». Πρβλ.: πατέρα, κάτσε φρόνιμα, μη γίνεσαι ρεζίλι, οι νέοι θέλουν έρωτα κι οι γέροι χαμομήλι (Λαϊκό τραγούδι)·
- πάει για χαμομήλι, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού είναι ή πού πήγε ο τάδε. β. απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του πούμε πού πραγματικά είναι ή πήγε. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- πήγε στα χαμομήλια, (ειρωνικά) πέθανε: «κάποτε έμενε αυτός που λες σ’ αυτό το σπίτι, αλλά είναι καιρός που πήγε στα χαμομήλια». Από το ότι τα νεκροταφεία, που παλιότερα βρίσκονταν έξω από τις πόλεις και ιδίως έξω από τα χωριά, γέμιζαν από αυτό το φυτό. Συνών. πήγε στα θυμαράκια / πήγε στα κυπαρίσσια·
- τον έστειλε στα χαμομήλια, τον σκότωσε: «ένα βράδυ του την έστησε στο σκοτάδι και με δυο μαχαιριές τον έστειλε στα χαμομήλια». Συνών. τον έστειλε στα θυμαράκια / τον έστειλε στα κυπαρίσσια.