αυτοκίνητο, το, ουσ. [ουδ. του αρχ. επιθ. αὐτοκίνητος], το αυτοκίνητο·
- αν είχε η γιαγιά μου καρούλια, θα ’ταν αυτοκίνητο, βλ. λ. γιαγιά·
- αυτοκίνητο με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ, αλλά και από τα πρώτα στις επιδόσεις: «πλήρωσε αρκετά λεφτά, αλλά αγόρασε αυτοκίνητο με τα όλα του»·
- με πειράζει τ’ αυτοκίνητο, βλ. φρ. με πιάνει τ’ αυτοκίνητο·
- με πιάνει τ’ αυτοκίνητο, μου προξενεί ναυτία: «ταξιδεύω πάντοτε με το τρένο, γιατί με πιάνει τ’ αυτοκίνητο»·
- τον έκανα αυτοκίνητο, τον έκανα ό,τι ήθελα, τον κατανίκησα: «μόλις νευρίασε, τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε αυτοκίνητο». Από την εικόνα του μηχανικού αυτοκινήτου που επεμβαίνει κατά βούληση στο αυτοκίνητο που έχει για επιδιόρθωση, ή από την εικόνα του οδηγού αγωνιστικού αυτοκινήτου, που κινεί το όχημα με επικίνδυνο τρόπο.