χακί, το, ουσ. [<αγγλ. khaki, ινδ. αρχής], είδος γκριζοπράσινου ή γκριζοκίτρινου υφάσματος που χρησιμοποιείται ιδίως για στρατιωτικές στολές και, κατ’ επέκταση, ο στρατός. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα γλυκιά, σαν φύγω, δε θέλει κλάματα το ελληνικό χακί. Ένα κερί στην Παναγιά ν’ ανάψεις να είναι η Νίκη πάντα ελληνική
- βάζω το χακί, βλ. φρ. ντύνομαι στο χακί. (Λαϊκό τραγούδι: του ’παν θα βάλεις το χακί, θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή και ήρωας θα γίνεις. Εκείνος δε μιλάει πολύ, του ’ναι μεγάλη η στολή και βάσανο οι αρβύλες
- βγάζω το χακί, απολύομαι από τις τάξεις του στρατού μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας: «σε δυο μήνες βγάζω το χακί και θα συνεχίσω τις σπουδές μου». (Λαϊκό τραγούδι: βαρύς είναι ο πόνος μου, πολλά τα βάσανά μου μέχρι να βγάλεις το χακί να ξαναρθείς κοντά μου
- ντύνομαι στο χακί, προσέρχομαι στις τάξεις του στρατού, για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία: «μου ήρθε το χαρτί της στρατολογίας και σε δυο μήνες ντύνομαι στο χακί». (Λαϊκό τραγούδι: φύλλο πορείας μου δώσανε απόψε και την αυγούλα ξεκινώ κι αν στο χακί θα είμαι πια ντυμένος θα ζω με πόθο πως θα σε ξαναδώ
- ντύνομαι το χακί, βλ. συνηθέστ. ντύνομαι στο χακί·
- φορώ το χακί, βλ. φρ. ντύνομαι στο χακί.