χαΐρι, το, ουσ. [< τουρκ. hayri (= ευεργεσία, προκοπή)], το όφελος, η πρόοδος, η  προκοπή. (Ακολουθούν 12 φρ.) 
- δε βλέπω χαΐρι, δε βλέπω πρόοδο, προκοπή, δεν προοδεύω, δεν προκόβω: «δε βλέπω χαΐρι στη ζωή»·
- δεν έχει χαΐρι, δεν έχει όφελος, δεν αφήνει κέρδος, δεν έχει προοπτική: «αυτή η δουλειά δεν έχει χαΐρι»·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. λ. παιδί·
- κάνω χαΐρι, προοδεύω, προκόβω: «ήταν χρόνια στην ξενιτιά και μόλις έκανε χαΐρι, επέστρεψε στην πατρίδα του»·
- να δούμε ποια θα είναι τα χαΐρια σου! λέγεται σε άτομο που μας ειρωνεύεται ή μας υποτιμά για κάποια πρόσφατη αποτυχία μας με την προσδοκία πως και αυτό θα αποτύχει, ή λέγεται ειρωνικά σε άτομο, που ενώ περνούσε καλά όσο διάστημα το είχαμε δίπλα μας, όσο διάστημα του κάναμε τα χατίρια, από τη στιγμή που το διώχνουμε από κοντά μας ή αλλάζουμε τακτική απέναντί του έχουμε τη βεβαιότητα πως θα υποφέρει: «με ειρωνεύεσαι που απέτυχα να φέρω σε πέρας τη δουλειά, αλλά  να δούμε ποια θα είναι τα χαΐρια σου όταν την αναλάβεις! || όσον καιρό της έκανα τα χατίρια είχε την εντύπωση πως της είχα αδυναμία, να δούμε ποια θα είναι τα χαΐρια της τώρα που θα πάρει πόδι!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν της χάλασα ποτέ μου το χατίρι της κι ας μου τα ’κανε εκείνη πάντα ρόιδο· μα να δούμε ποια θα είναι τα χαΐρια της, που εξύπνησα απόψε το κορόιδο
- να μη δεις χαΐρι, βλ. φρ. να μη δεις χαΐρι και προκοπή. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες, μ’ έφαγες, που να μη δεις χαΐρι. Για το φέρσιμό σου αυτό θα κάνω χαρακίρι
- να μη δεις χαΐρι και προκοπή, κατάρα σε κάποιον να μην προκόψει, να μην πετύχει στη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες από τα νιάτα μου, τα πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες, μα η καρδιά μου μια κατάρα θα σου πει ποτέ χαΐρι να μη δεις και προκοπή
- να μη σώσεις να δεις χαΐρι, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις χαΐρι και προκοπή·
- να μη σώσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, κατάρα σε κάποιον να μην προλάβει να προκόψει, να μην προλάβει να πετύχει στη ζωή του και, κατ’ επέκταση, να πεθάνει γρήγορα·
- να μη φτάσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις χαΐρι και προκοπή·
- τα είδα τα χαΐρια σου! ή τα είδαμε τα χαΐρια σου! βλ. φρ. το είδα το χαΐρι σου(!)·
- το είδα το χαΐρι σου! ή το είδαμε το χαΐρι σου! λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας ειρωνεύεται ή μας υποτιμά για κάποια αποτυχία μας, ενώ και αυτός απέτυχε στην ίδια προσπάθεια ή είναι γενικά αποτυχημένος. Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το και σένα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.