Χαζοβιολίδης, ο, θηλ. Χαζοβιολίδου, η, επώνυμο [<χαζοβιόλης + κατάλ. -ίδης], ιδίως εύχρ. στις φρ. κυρία Χαζοβιολίδου και κύριος Χαζοβιολίδης, (ειρωνικά ή υποτιμητικά) βλ. λ. χαζοβιόλης