φωτογραφίζω, ρ. [<φωτογραφία + κατάλ. -ζω], φωτογραφίζω· με τη ζωηρή ή τη λεπτομερειακή περιγραφή μου υποδεικνύω σαφέστατα κάποιο πρόσωπο,  χωρίς όμως να το κατονομάζω: «ο μάρτυρας στην κατάθεσή του φωτογράφισε τον τάδε, αλλά, παρ’ όλες τις πιέσεις που δέχτηκε, δεν τον κατονόμασε»· βλ. και φρ. έχει διεύθυνση, λ. διεύθυνση.