φωλιά, η, ουσ. [<αρχ. φωλεά], η φωλιά. 1. το καταφύγιο, η κρυψώνα, ιδίως κακοποιών ή και το ορμητήριό τους: «οι ληστές είχαν τη φωλιά τους σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην τάδε συνοικία». 2. απόμερος ή κρυφός χώρος ειδικά διαμορφωμένος για τις ερωτικές συναντήσεις ζευγαριού: «μετά τη βόλτα τους στην παραλία πήγαν στη φωλιά τους για τα περαιτέρω». (Λαϊκό τραγούδι: μετανιωμένη θα βρεθείς ξανά μες στη φωλιά μου· εκεί θα ’βρεις παρηγοριά απ’ τα γλυκά φιλιά μου). 3. το συνηθισμένο, το καθημερινό στέκι της παρέας: «όλη η παρέα ήταν μαζεμένη στη φωλιά τους και περίμεναν τον τάδε για να πάνε στα μπουζούκια». 4. το πατρικό, το οικογενειακό σπίτι: «ό,τι και να κάνει, γυρίζει πάντα στη φωλιά του». 5. χώρος που προσφέρεται ως καταφύγιο σε κάποιον, χώρος όπου είναι κάποιος ευπρόσδεκτος: «το σπίτι του είναι φωλιά για κάθε φτωχό και κατατρεγμένο». (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: τρίγωνα κάλαντα σκόρπισαν παντού, κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού). Υποκορ. φωλίτσα, η, (χαϊδευτικά) η ερωτική φωλιά: «μετά τη βόλτα τους, πήγαν στη φωλίτσα τους».(Λαϊκό τραγούδι: έβγα στην άσφαλτο αμαξά και στρίψε πάλι απ’ τη γωνιά, να μας πας για το τσαρδί μας, στη φωλίτσα τη δική μας). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- έκανε φωλιά (κάτι κάπου), εγκαταστάθηκε κάτι, ιδίως κακό, κάπου μόνιμα: «η γκρίνια έκανε φωλιά στο σπιτικό μας». (Λαϊκό τραγούδι: ο πόνος έκανε φωλιά στην ορφανή καρδιά μου, εβράδιασε κι ενύχτωσε κι αυτή η μέρα πάει, κανείς δεν ήρθε να με δει κανείς δε μ’ αγαπάει)·   
- ερωτική φωλιά, μικρό διαμερισματάκι, γκαρσονιέρα, όπου συναντιέται ένα ζευγάρι, ιδίως για να επιδοθεί στον έρωτα: «έχουν την ερωτική φωλιά τους και κάθε τόσο πάνε και τη βρίσκουν με την ησυχία τους». Πρβλ.: θα χτίσω είκοσι φωλιές κι όταν γουστάρω αγκαλιές, από κανάρα σε κανάρα θα πετάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει λερωμένη φωλιά ή έχει λερωμένη τη φωλιά του ή έχει τη φωλιά του λερωμένη ή έχει φωλιά λερωμένη, έχει διαπράξει διάφορες επιλήψιμες πράξεις: «όταν κάποιος έχει λερωμένη φωλιά, κάνει το κορόιδο και δε λέει τίποτα || δεν μπορεί να πει τίποτα, όταν του βάζω τις φωνές, γιατί έχει λερωμένη τη φωλιά του || κάθε φορά που βλέπει αστυνομικό, κρύβεται, γιατί έχει τη φωλιά του λερωμένη || για να φεύγει έτσι, κάθε φορά που βλέπει αστυνομικό, παναπεί πως έχει φωλιά λερωμένη»·
- έχει χεσμένη φωλιά ή έχει χεσμένη τη φωλιά του ή έχει τη φωλιά του χεσμένη ή έχει φωλιά χεσμένη, βλ. φρ. έχει λερωμένη φωλιά·
- η φωλιά του κούκου, βλ. λ. κούκος·
- ο διάβολος δε χαλάει τη φωλιά του, βλ. λ. διάβολος·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- την πέρδικα απ’ τη λαλιά της βρίσκουνε τη φωλιά της, βλ. λ. πέρδικα·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά, βλ. λ. πουλί·
- φωλιά δεν έχει, αβγό δεν κάνει, όταν κάποιος δεν έχει μια μόνιμη δουλειά, μια μόνιμη εργασία, τότε δεν μπορεί να αποφέρει κάποιο όφελος, κάποιο κέρδος: «τι λεφτά να έχει ο άνθρωπος, αφού φωλιά δεν έχει, αβγό δεν κάνει»·
- χτίζω φωλιά ή χτίζω τη φωλιά μου, οργανώνω, διαμορφώνω κάποιο χώρο για τις ερωτικές συναντήσεις μου: «έχτισε τη φωλιά του σε μια απόμερη γειτονιά και κάθε δυο και τρεις πηγαίνει εκεί και την αράζει με την γκόμενά του». (Λαϊκό τραγούδι: θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές από κανάρα σε κανάρα θα πετάω).