αυλή, η, ουσ. [<αρχ. αὐλή], η αυλή. 1. τα άτομα, οι κόλακες που συγκεντρώνονται γύρω από κάποιον ισχυρό, πλούσιο, καλλιτέχνη ή όμορφη γυναίκα με ιδιοτελείς σκοπούς: «ήρθε ο τάδε με την αυλή του». 2. το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον κάποιου, το σπίτι του, η οικογένειά του: «άντε γυναίκα, μάζεψε τα παιδιά, γιατί είναι καιρός να μαζευτούμε στην αυλή μας». (Λαϊκό τραγούδι: στην αυλή μου τώρα βρέχει και φεγγάρι πια δεν έχει // σώσε με, Παναγία μου, τα νιάτα μου λυπήσου· διώξε το Χάρο απ’ την αυλή να μην τον αντικρίσω· και του τοίχου το ρολόι αρχινά το μοιρολόι). Από το ότι παλιότερα όλα τα σπίτια είχαν τις αυλές τους, όπου συγκεντρωνόταν η οικογένεια, οι γνωστοί ή οι φίλοι της·
- απ’ του διαβόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί, βλ. λ. διάβολος·
- βλέπω νερό στην αυλή μου, βλ. λ. νερό·
- εδώ διψάει η αυλή σου! α. λέγεται σε οικείο ή φιλικό πρόσωπο που κάνει παροχές σε διάφορους με τους οποίους δε συνδέεται φιλικά, ενώ εμείς έχουμε απόλυτη ανάγκη από αυτά που παρέχει: «εδώ διψάει η αυλή σου κι εσύ βοηθάς ξένο κόσμο;». β. ιδίως λέγεται σε περίπτωση που κάποιο οικείο ή φιλικό πρόσωπο μεσολαβεί για κάποιον με τον οποίο δε συνδέεται φιλικά να συνάψει ερωτικό δεσμό με κάποια γυναίκα, ενώ εμείς δεν έχουμε ερωτικό ταίρι·
- κάθε πετεινός στην αυλή του κράζει, βλ. λ. πετεινός·
- μέσα στην αυλή μου, ή μέσα στην ίδια μου την αυλή, στον πολύ στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο μου, στο σπίτι μου, στην οικογένεια μου, στην παρέα μου: «γινόταν τέτοια πράγματα μέσα στην ίδια μου την αυλή κι εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι το παραμικρό»·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, βλ. λ. σπίτι.