φυλλωσιά, η, ουσ. [<φύλλο + κατάλ. -ωσιά], το φύλλωμα· (για χαρτοπαίγνιο) το σύνολο των χαρτιών που μαζεύει ο παίχτης με ένα μόνο χαρτί. Συνών. μπάζα1 / χαρτωσιά·
- δεν παίρνω φυλλωσιά, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. δεν πιάνω φυλλωσιά·
- δεν πιάνει φυλλωσιά, (για πράγματα) δεν έχει καμιά αξία: «τ’ αυτοκίνητό σου δεν πιάνει φυλλωσιά μπροστά στο δικό μου». Συνών. δεν πιάνει μπάζα / δεν πιάνει χαρτωσιά·
- δεν πιάνει φυλλωσιά μπροστά μου, δεν αξίζει τίποτα συγκρινόμενος μαζί μου, γενικά είναι κατά πολύ κατώτερός μου: «όσο και να τον παινέψεις το φίλο σου, δεν πιάνει φυλλωσιά μπροστά μου». Συνών. δεν πιάνει μπάζα μπροστά μου / δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά μου·
- δεν πιάνω φυλλωσιά, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δεν μπορώ να κερδίσω μια μπάζα, μια χαρτωσιά: «βγήκα απ’ το παιχνίδι, γιατί απ’ την αρχή δεν πιάνω φυλλωσιά». Συνών. δεν πιάνω μπάζα / δεν πιάνω χαρτωσιά.