φυλλοξήρα, η, ουσ. [<γαλλ. phylloxera <ελλην. φύλλον + ξηρός], η φυλλοξήρα·
- έπεσε φυλλοξήρα, α. διέλυσαν, καταστράφηκαν τα πάντα μέσα σε μια παρέα, σε ένα στέκι ή σε μια επιχείρηση: «απ’ τη μέρα που ήρθε αυτός ο άνθρωπος στην παρέα μας, έπεσε φυλλοξήρα και δεν μπορούμε να οργανωθούμε όπως παλιά || μόλις ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση, έπεσε φυλλοξήρα στο εργοστάσιο και δεν μπορούμε να σταυρώσουμε παραγγελία». β. υπάρχει τέλεια εμπορική ακινησία, τέλεια εμπορική απραξία στην αγορά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων, έπεσε φυλλοξήρα στην αγορά». γ. (και για τα δυο φύλα) δεν μπορώ να βρω άτομο να συνάψω ερωτικό δεσμό: «ξαφνικά, έπεσε φυλλοξήρα και χάθηκαν όλες οι γυναίκες, ρε παιδάκι μου, κι έτσι είμαι καιρό τώρα χωρίς γκόμενα». Αναφορά στην καταστρεπτική ασθένεια που προσβάλλει τα φύλλα και τις ρίζες των κλημάτων, επιφέροντας τη σήψη τους.