φύκι, το, ουσ. [<αρχ. φύκιον <φυκίον, υποκορ. του ουσ. φύκος], το φύκι·
- ξηγιέμαι φύκια, η συμπεριφορά μου απέναντι σε κάποιον δεν είναι τίμια, ειλικρινής: «όταν κάποιος δε μου ξηγιέται καλά, τότε ξηγιέμαι κι εγώ φύκια». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ ξηγιέμαι παραλία κι εσύ ξηγιέσαι φύκια
- πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, παρουσιάζει κακής ποιότητας ή ασήμαντα πράγματα ως ακριβά ή σπουδαία είτε για λόγους επίδειξης είτε για να εξαπατήσει κάποιον ή κάποιους: «είναι πανέξυπνο άτομο και μπορεί να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες σε πολύ κόσμο»·
- πουλάει φύκια για ποπλίνα, βλ. συνηθέστ. πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.