φραγκοφονικά, τα, ουσ. [<φραγκοφονιάς + κατάλ. -ικά], εύχρ. μόνο στις φρ. είναι στα φραγκοφονικά του ή έχει τα φραγκοφονικά του ή τον έπιασαν τα φραγκοφονικά του (ενν. αισθήματα), (στη νεοαργκό) συμπεριφέρεται πολύ τσιγκούνικα ή περνάει περίοδο μεγάλης τσιγκουνιάς: «γενικά είναι χουβαρντάς άνθρωπος, αλλά, όταν έχει τα φραγκοφονικά του, δεν μπορείς να του πάρεις δραχμή || αφού τον έπιασαν τα φραγκοφονικά του, δεν πρόκειται να δώσει σε κανέναν δραχμή».