φούντο, το κ. φούντος, ο, ουσ. [<μσν. φούντος <λατιν. fundus], ο βυθός, ο πυθμένας, ο πάτος της θάλασσας: «στο φούντο της θάλασσας υπήρχαν πολλά φύκια»·
- η δουλειά πάει για φούντο, βλ. λ. δουλειά·
- πάει για φούντο, προδιαγράφεται ο οικονομικός καταποντισμός του, η οικονομική καταστροφή του: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξε ο βλάκας με τα χαρτιά, πάει για φούντο». Συνών. πάει για πνίξιμο·
- πήγε φούντο ή πήγε στο φούντο, α. (για πλοία) βούλιαξε, καταποντίστηκε: «έπεσε σε μια μεγάλη τρικυμία και πήγε στο φούντο το καράβι». β. (για επιχειρήσεις) χρεοκόπησε: «ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου και μέσα σε λίγο καιρό πήγε στο φούντο». γ. (γενικά) οδηγήθηκε σε πλήρη αποτυχία, σε πλήρη καταστροφή, ναυάγησε: «απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, η υπόθεση πήγε φούντο».