φουνταριστός, -ή, -ό, επίθ. [<φουντάρω + κατάλ. -ιστός], ιδ. εύχρ. στη φρ. πήγε φουνταριστός, καταποντίστηκε, βούλιαξε οικονομικά: «άκουγε τις συμβουλές κάποιου ηλίθιου οικονομολόγου και πήγε φουνταριστός». Συνών. πήγε ολοσούμπιτος.