φουμάρω κ. φουμέρνω, ρ. [<ιταλ. fumare]. 1. καπνίζω τσιγάρο ή τσιγάρο με χασίσι ή αργιλέ με χασίσι και γενικά είμαι καπνιστής, καπνίζω: «δε φουμάρει στο σπίτι του, γιατί τον κυνηγάει η γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: σου τη σκάσανε την πλάκα σαν να ήσουνα πρωτάρης, κάτσε τώρα στη φυλάκα μισαδάκι να φουμάρεις // ένας είν’ αυτός ο μάγκας μέσα δω στη γειτονιά μας, που φουμάρει ναργιλέ μες στου Νώντα τον τεκέ // είμ’ αλανιάρα μερακλού, φουμάρω και χασίσι, γι’ αυτό μου βγάλαν τ’ όνομα πως αγαπώ ντερβίση). 2. είμαι ευκολόπιστος και, κατ’ επέκταση, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι: «κάνεις συνέχεια γκάφες, γιατί φουμάρεις ό,τι σου λένε». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- δε φουμάρω εγώ τέτοια, α. δεν πείθομαι, δεν πιστεύω αυτά που μου λέει κάποιος και, κατ’ επέκταση, δεν ξεγελιέμαι: «αυτά που μου λες, να πας να τα πεις σε κανέναν άλλον, γιατί δε φουμάρω εγώ τέτοια». β. δε φοβάμαι, δεν υπολογίζω κάποιον που μου συμπεριφέρεται προκλητικά: «σε μένα μην κάνεις τον άγριο, γιατί δε φουμάρω εγώ τέτοια»·
- δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, βλ. λ. καπνός2·
- εγώ τι καπνό φουμάρω! βλ. λ. καπνός2·
- εγώ τι καπνό φουμάρω; βλ. λ. καπνός2·
- κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! βλ. λ. καπνός2·
- τη φουμάρει (ενν. τη μαύρη), καπνίζει χασίσι: «απ’ τη μέρα που άρχισε να τη φουμάρει, οι φίλοι του τον έκαναν πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: ώσαμε τα μεσημέρια το λουλά βαστά στα χέρια· τη φουμάρει,μαστουριάζει και κανέναν δεν πειράζει
- τι καπνό φουμάρει; βλ. λ. καπνός2·
- το φουμάρει (ενν. το μαύρο), καπνίζει χασίσι: «απ’ τη στιγμή που άρχισε να το φουμάρει, είναι συνέχεια χαμογελαστός»·
- τον φουμάρω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ με άνεση: «είναι κουτός άνθρωπος και τον φουμάρω ό,τι ώρα θέλω»·
- φουμάρει σαν αράπης, βλ. λ. αράπης·
- φουμάρει σαν καμινάδα, βλ. λ. καμινάδα·
- φουμάρει σαν μπουρί, βλ. λ. μπουρί·
- φουμάρει σαν φουγάρο, βλ. λ. φουγάρο·
- φουμάρω αργιλέ, βλ. λ. αργιλές.