φούμαρο, το, ουσ. [<φουμάρω (υποχωρήτ.)]. 1. συνήθως στον πλ. τα φούμαρα, λόγια ανόητα, χωρίς αντίκρισμα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι αερολογίες, οι μπούρδες: «μας τρέλανε απ’ τα φούμαρα που μας αράδιασε!». 2. οι καυχησιολογίες: «μην τον πιστεύεις, γιατί είναι συνέχεια φούμαρα»·
- λέει φούμαρα, λέει ανοησίες, ψευτιές, αερολογίες, μπούρδες: «κανείς δε δίνει βάση στα λόγια του, γιατί λέει πάντα φούμαρα»·
- μας γέμισε φούμαρα ή με γέμισε φούμαρα, μου είπε ένα σωρό ψέματα, ένα σωρό αερολογίες, ένα σωρό μπούρδες: «τον ρωτήσαμε πώς έγινε το δυστύχημα, κι αυτός μας γέμισε φούμαρα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πουλάει φούμαρα ή μου πουλάει φούμαρα, μου λέει ψέματα, αερολογίες, μπούρδες: «κάθε φορά που θέλει να μας πάρει δανεικά, μας πουλάει φούμαρα ότι δήθεν είναι άρρωστη η γυναίκα του». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- πάει για φούμαρα, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει πού είναι ή πού πήγε ο τάδε. β. ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει πού είναι ή πού πήγε ο τάδε, όταν εμείς δε θέλουμε να του πούμε πού ακριβώς είναι ή πήγε. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- πέφτει φούμαρο, συνήθως λέγονται ψέματα, αερολογίες, μπούρδες  ή καυχησιολογίες: «στην παρέα του τάδε πέφτει φούμαρο».