φουλ, άκλ. επίθ. [<αγγλ. full]. 1. που είναι γεμάτος, πλήρης: «η αίθουσα είναι φουλ και δεν μπορεί να μπει κανένας άλλος μέσα». (Λαϊκό τραγούδι: πόσο ήθελα, ρε φίλε, να ’χα φουλ το πορτοφόλι, με μια κούρσα να βολτάρω μέσα στην Ελλάδα όλη). 2α. ως επίρρ. στο μέγιστο βαθμό, εντελώς: «το καλοριφέρ καίει φουλ κι έχουμε σκάσει απ’ τη ζέστη». γ. κατευθείαν: «θα στρίψεις στην  πρώτη γωνιά κι από κει φουλ ίσια, θα βρεθείς στο μαγαζί που θέλεις». (Λαϊκό τραγούδι: πάμε, γόησσά μου, για σιργιάνι, στα μπουζούκια, φουλ, για τον Τσιτσάνη). 3. ως άκλ. ουσ. το φουλ, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ο συνδυασμός τριών όμοιων χαρτιών με άλλα δυο όμοια στο παιχνίδι του πόκερ ή της πόκας: «παίζουμε τρεις ώρες συνέχεια κι είναι το πρώτο φουλ που κάνω || έχω φουλ του βαλέ με δεκάρια»·
- είμαι φουλ, (γενικά) μου συμβαίνει κάτι στο μέγιστο βαθμό: «είμαι φουλ στενοχωρημένος || είμαι φουλ ερωτευμένος || είμαι φουλ ευτυχισμένος. (Λαϊκό τραγούδι: έχω κάψες, έχω κάψες, στο κορμί και στο μυαλό, είμαι φουλ ερωτευμένος πάω να τρελαθώ και να εκραγώ
- κάνω φουλ, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) πετυχαίνω να συνδυάσω τρία όμοια φύλλα με άλλα δυο όμοια στο παιχνίδι του πόκερ ή της πόκας, φουλάρω: «μ’ αυτό το φύλλο που πήρα, κάνω φουλ της ντάμας με δεκάρια»·
- στο φουλ, στο μέγιστο βαθμό, εντελώς: «το ραδιόφωνο παίζει στο φουλ και δεν μπορώ να κοιμηθώ».