φορτωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. φορτώνω], φορτωμένος. 1. που είναι γεμάτος: «το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν φορτωμένο με δώρα || η κερασιά ήταν φορτωμένη με κεράσια || ήρθε απ’ τον πόλεμο φορτωμένος παράσημα». (Λαϊκό τραγούδι: πού ήσουνα, πού γύριζες, μωρή ξεφτελισμένη, και μου ’ρθες τα χαράματα μαστούρα φορτωμένη;).2. που έχει πολλές ασχολίες, πολλές εκκρεμότητες, πολλές υποχρεώσεις: «είναι φορτωμένος μ’ ένα σωρό παραγγελίες και τρέχει να τις προλάβει όλες»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι φορτωμένες οι γραμμές, βλ. λ. γραμμή·
- είναι φορτωμένη η γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- είναι φορτωμένος, α. έχει πολλά χρήματα, είναι πολύ πλούσιος: «είναι τόσο φορτωμένος αυτός ο άνθρωπος, που μπορεί να ζήσει πλουσιοπάροχα για τρεις ζωές χωρίς να δουλεύει». β. έχει κολλήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα: «είναι φορτωμένος με βλεννόρροια». γ. (στη νεοαργκό) είναι πολύ εκνευρισμένος και είναι έτοιμος να ξεσπάσει βίαια: «μην τον πλησιάζεις καθόλου, γιατί είναι φορτωμένος και θα ξεσπάσει απάνω σου». δ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) έχει στην κατοχή του ικανή ποσότητα χασισιού ή άλλου ναρκωτικού: «κάθε φορά που είναι φορτωμένος, όλα τα πρεζόνια τρέχουν πίσω του»·
- είναι φορτωμένος σιδερικά, βλ. λ. σιδερικό.