φόρτσα, η,  ουσ. [<ιταλ. forza]. 1. η ορμή, η δύναμη, η ένταση, ιδίως στο τρέξιμο: «με τη φόρτσα που έτρεχε, δεν μπορούσε να τον πιάσει κανένας». 2. ως επίρρ., με δύναμη, δυνατά και ακούγεται, ιδίως στις ποδοσφαιρικές συναντήσεις και περισσότερο στις συναντήσεις του μπάσκετ: «φόρτσα Άρη!» (Λαϊκό τραγούδι: έχω ντερβίσι, μάγκα αλανιάρη, έχω λεβέντη και φόρτσα μπελαλή, που το ζουνάρι του για καβγά κρεμάει κι από τα κείνουνε θα φας το μπουγιουρντί
- βάζω φόρτσα, α. εντείνω τη δύναμη, την ορμή, την ένταση, ιδίως στο τρέξιμο: «όταν βάζει φόρτσα, δεν μπορεί να τον φτάσει κανένας». β. εντείνω τις προσπάθειές μου για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «τον τελευταίο καιρό έβαλε φόρτσα, να παραδώσει τη δουλειά στην προθεσμία που είχε υποσχεθεί». Συνών. βάζω τα δυνατά μου·
- δίνω φόρτσα, βλ. συνηθέστ. βάζω φόρτσα·
- φόρτσα δουλειά, βλ. λ. δουλειά.