φοβάμαι κ. φοβούμαι, ρ. [<αρχ. φοβοῦμαι], φοβάμαι. 1. ανησυχώ, αγωνιώ για κάτι: «άνοιξε λίγο το βήμα σου, γιατί φοβάμαι πως δε θα προλάβουμε». 2. υποψιάζομαι ή έχω τη βεβαιότητα πως συνέβη ή πως θα συμβεί κάτι δυσάρεστο, κάτι κακό: «άργησαν πάρα πολύ και φοβάμαι μήπως τους συνέβηκε κάτι». 3. έχω τη σιγουριά, τη βεβαιότητα για κάποιον ή για κάτι πως είναι κακός, πως θα μου κάνει κακό: «αυτόν τον άνθρωπο τον φοβάμαι, γι’ αυτό και δεν κάνω παρέα μαζί του». 4. διστάζω: «φοβάμαι να πατήσω σ’ αυτό το σανίδι, γιατί είναι σάπιο || ξέρω ότι έχει δυσκολίες, γι’ αυτό φοβάμαι να το ζητήσω δανεικά». (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- απ’ τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι, βλ. λ. ποταμάκι·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι, βλ. λ. παστουρμάς·
- δε φοβάται (ούτε) Θεό, βλ. λ. Θεός·
- είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε, βλ. λ. τρελός·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, βλ. λ. ουρανός·
- μη φοβού Μαριάμ, (και για τα δυο φύλα) καθησυχαστική ή ενθαρρυντική έκφραση σε άτομο, με την έννοια να μη φοβάται, γιατί  θα το βοηθήσουμε, θα το βγάλουμε από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται ή που υπάρχει πιθανότητα να βρεθεί: «όταν έχεις εμένα δίπλα σου, μη φοβού Μαριάμ για τίποτα». Από τα λόγια του αγγέλου, που σύμφωνα με την Κ. Διαθήκη απηύθυνε στην Παρθένο Μαρία, λίγο πριν της αναγγείλει τη σύλληψη του Θεανθρώπου·
- να φοβάσαι τα πισινά του μουλαριού, τα μπροστινά του μοναχού και την απόφαση του δικαστού, συμβουλευτική έκφραση σε επιπόλαιο άτομο ή σε άτομο του οποίου οι πράξεις πιθανόν να προκαλέσουν επικίνδυνες καταστάσεις σε βάρος του ή εισαγγελική παρέμβαση και πιθανή τιμωρία του από το νόμο. Από το ότι η κλοτσιά του μουλαριού είναι πολύ δυνατή, ο καλόγερος, λόγω της μακροχρόνιας αποχής του από το σεξ, γίνεται επικίνδυνος, ενώ ο δικαστής, πολλές φορές, δεν κρίνει βάσει στοιχείων, αλλά λόγω προσωπικής εκτίμησης της κατάστασης· 
- ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται, βλ. λ. βροχή·
- όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια, βλ. λ. μέλι·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, βλ. λ. μέλι·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! βλ. λ. Θεός·
- πολύ το φοβάμαι ή πολύ φοβάμαι, α. έκφραση με την οποία εκφράζουμε τους φόβους μας για κάποιον ή για κάτι: «πολύ φοβάμαι πως με την τακτική που ακολουθεί αυτός ο άνθρωπος στη δουλειά του, θα πέσει έξω || πολύ φοβάμαι πως το βράδυ θα έχουμε παγωνιά». β. έκφραση με την οποία συμμερίζεται κανείς τους φόβους του συνομιλητή του: «αν συνεχίζει αυτό το παιδί την άστατη ζωή που κάνει, θα καταστραφεί. -Πολύ το φοβάμαι»·
- τι φοβάσαι, μη στείλω το χωροφύλακα; βλ. λ. χωροφύλακας·
- τον (το) φοβάται, όπως ο διάβολος το λιβάνι, βλ. λ. διάβολος·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- φοβάμαι τη γλώσσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- φοβάται και τη σκιά του, βλ. λ. σκιά·
- φοβάται και τον ίσκιο του, βλ. λ. ίσκιος·
- φοβάται να χέσει, για να μην πεινάσει, βλ. λ. χέζω·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης, βλ. λ. κλέφτης.