φλασιά, η, [<φλας
+ κατάλ. -ιά], (στη νεοαργκό) το ξαφνικό άναμμα του φλας: «ξαφνικά είδα τη
φλασιά και τυφλώθηκαν τα μάτια μου»· βλ. και λ. φλας (2)·
-
έφαγα φλασιά, βλ. φρ. έφαγα το φλας, λ. φλας·
-
μου ’ρθε φλασιά, βλ. φρ. μου ’ρθε το φλας·
- μου ’σκασε φλασιά, βλ. φρ. μου ’σκασε το φλας, λ.
φλας.