φλας, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. flash], το φλας. 1. ειδικά φανάρια αριστερά και δεξιά στο μπροστινό και πίσω μέρος του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας ή άλλου τροχοφόρου, που ειδοποιεί τους άλλους οδηγούς σε περίπτωση αλλαγής πορείας: «λίγο πριν από τη στροφή, έβγαλε δεξιό φλας κι έστριψε κανονικά. 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η πρώτη αίσθηση, η πρώτη γεύση από τη χρήση ναρκωτικού και η πρώτη παραίσθηση που αρχίζει να δημιουργείται: «το πιο επικίνδυνο φλας το ’χει η κόκα». (Λαϊκό τραγούδι: με μηχανή που ταξιδεύω μέσ’ στο χρόνο σε οράματα μαζί της σουλατσάρω κι ας ζήσω όσο του φλας βαστάει η λάμψη κι όσο χρειάζεται ν’ ανάψει ένα τσιγάρο).Υποκορ. φλασάκι, το·
- βγάζω φλας, με τα ειδικά φανάρια του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας μου ειδοποιώ τους άλλους οδηγούς σε περίπτωση αλλαγής πορείας: «δεν έβγαλα φλας ο ανόητος πως θα στρίψω αριστερά, κι ήρθε ο άλλος κι έπεσε στα πλάγια μου»·
- έφαγα το φλας (το φλασάκι), α. (στη νεοαργκό) ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ιδίως δυσάρεστη: «μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του φίλου του, έφαγα το φλας και δεν ήξερα τι να κάνω». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει την πρώτη αίσθηση του ναρκωτικού που έκανε χρήση. β. θύμωσα, εκνευρίστηκα πάρα πολύ και ξέσπασα: «μόλις τον είδα να χτυπάει τη μάνα του, έφαγα τέτοιο φλας, που τον άρπαξα στα χέρια μου και τον σακάτεψα στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου το οποίο νιώθει άσχημα, καθώς δέχεται κατά τη φωτογράφηση το εκτυφλωτικό φως που δημιουργείται στιγμιαία από την ειδική συσκευή η οποία είναι προσαρμοσμένη στη φωτογραφική μηχανή. γ. μου ήρθε ξαφνικά μια ιδέα ή θυμήθηκα ξαφνικά κάτι: «κι εκεί που δεν ξέραμε πού να πάμε, έφαγα το φλας και τους πήγα στο τάδε μαγαζί που τραγουδούσε ένας ξένος τραγουδιστής || πίστευα πως είχα χάσει τον αναπτήρα μου, αλλά ευτυχώς έφαγα το φλας πως τον είχα αφήσει στο γραφείο μου». Από τη στιγμιαία λάμψη κατά τη φωτογράφηση από την ειδική συσκευή η οποία είναι προσαρμοσμένη στη φωτογραφική μηχανή. Την τελευταία περίπτωση οι σκιτσογράφοι την παρουσιάζουν πολλές φορές με μια αναμμένη ηλεκτρική λάμπα·   
- μου βγαίνει δίχως φλας ή μου βγαίνει χωρίς φλας ή μου τη βγαίνει δίχως φλας ή μου τη βγαίνει χωρίς φλας, ενεργεί χωρίς προειδοποίηση, ιδίως για να με στενοχωρήσει ή να με προκαλέσει: «αυτό το παιδί πάντα μου βγαίνει δίχως φλας, για να μου μαυρίζει τη καρδιά || εμένα μη μου τη βγαίνεις δίχως φλας, γιατί δεν τα σηκώνω κάτι τέτοια». Από την εικόνα του οδηγού που στρίβει ξαφνικά με το αυτοκίνητό του χωρίς να βγάλει φλας, για να προσδιορίσει την κατεύθυνσή του στους οδηγούς που ακολουθούν, πράγμα που δημιουργεί πρόβλημα ή αναστάτωση·
- μου ’ρθε το φλας (το φλασάκι), (στη νεοαργκό) βλ. φρ. μου ’σκασε το φλας·
- μου ’σκασε το φλας (το φλασάκι), (στη νεοαργκό) μου ήρθε ξαφνικά μια ιδέα, θυμήθηκα ξαφνικά κάτι: «κι εκεί που δεν ξέραμε τι να κάνουμε, μου ’σκασε το φλας και τους μάζεψα στο σπίτι μου για μια ποκίτσα || είχα την εντύπωση πως μου ’χε πέσει το πορτοφόλι μέσα στο ταξί, αλλά ευτυχώς μου ’σκασε το φλας πως το ’χα αφήσει στο σπίτι κι ηρέμησα»·
- τα φλας της δημοσιότητας, το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων ή του κοινού σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή θέμα: «την Κυριακή που μας πέρασε τα φλας της δημοσιότητας έπεσαν στο γάμο του τάδε υπουργού με την εκλεκτή της καρδιάς του || τα χθεσινά φλας της δημοσιότητας ήταν στραμμένα στο πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα». Από την εικόνα των φωτορεπόρτερ που φωτογραφίζουν επανειλημμένα κάποιο πρόσωπο και αστράφτουν τα φλας των φωτογραφικών τους μηχανών.