φλάρος, ο, ουσ. [<βενετ. flar (= καθολικός καλόγερος)], εύχρ. μόνο ως βρισιά στη φρ. τον κακό σου το φλάρο! τον κακό σου τον καιρό(!): «τον κακό σου το φλάρο, που θα μου πεις εμένα πως σε κατηγόρησα!».