φιλικός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<αρχ. φιλικός <φίλος]. 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο φίλο ή στη φιλία: «διατηρούν από μικροί φιλικές σχέσεις || κάναμε μια φιλική κουβέντα || στη συγκέντρωση υπήρχε μια φιλική ατμόσφαιρα». 2. που εκδηλώνει ευνοϊκή διάθεση, συμπάθεια, εγκαρδιότητα σε κάποιον: «απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας υπήρξε πολύ φιλικός μαζί μου». 3. το ουδ. ως ουσ. το φιλικό, αθλητικός αγώνας, ιδίως ποδοσφαιρικός ή του μπάσκετ, που διεξάγεται εκτός πλαισίου του επίσημου πρωταθλήματος ή του κυπέλλου, με σκοπό την προπόνηση των ομάδων ή για κάποιο φιλανθρωπικό σκοπό: «στη διάρκεια των γιορτών που είχε διακοπεί το πρωτάθλημα, η ομάδα μας έδωσε τρία φιλικά || οι εισπράξεις του φιλικού θα διατεθούν για τον αγώνα κατά των ναρκωτικών». Επίρρ. φιλικά·
- το γύρισε στο φιλικό, άλλαξε για κάποιο λόγο την εχθρική διάθεση, το εχθρικό ύφος και συμπεριφέρθηκε φιλικά: «μόλις αντιλήφθηκε πως ο άλλος ήταν πιο δυνατός απ’ αυτόν, το γύρισε στο φιλικό»·
- το πήγε στο φιλικό, βλ. φρ. το γύρισε στο φιλικό·
- τον πήρε στο φιλικό, του συμπεριφέρθηκε φιλικά: «επειδή τον είδε πολύ συνεσταλμένο, τον πήρε στο φιλικό, μέχρι να σπάσει ο πάγος»·
- φιλική τιμή, βλ. λ. τιμή.