φιλία, η, ουσ. [<αρχ. φιλία], η φιλία·
- η φιλία έχει δυο άκρες, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος φίλος μας παραπονιέται πως τον έχουμε ξεχάσει, πως δεν ενδιαφερόμαστε πια να κάνουμε παρέα μαζί του κι έχει την έννοια πως, αφού εμείς δεν επιχειρούμε την προσέγγιση, μπορεί να την επιχειρήσει αυτός: «αφού έχεις την εντύπωση πως σ’ αποφεύγω, σου υπενθυμίζω πως η φιλία έχει δυο άκρες»·
- πιάνω φιλία (με κάποιον) ή πιάνω φιλίες (με κάποιον),  γίνομαι φίλος, συνδέομαι φιλικά με κάποιον: «έπιασα φιλίες μ’ ένα πολύ καλό παιδί || είναι πολύ καχύποπτος άνθρωπος και δεν πιάνει εύκολα φιλίες»·
- χάριν φιλίας, για τη φιλία ή με σκοπό τη φιλία: «θα σε βοηθήσω χάριν φιλίας».