φθορά, η, ουσ.
[<αρχ. φθορά <φθείρω], η φθορά. 1. η μείωση του ηθικού κύρους
κάποιου ή κάποιων πολιτικών, ιδίως λόγω μακροχρόνιας παραμονής στην εξουσία:
«μετά από δέκα χρόνια διακυβέρνησης της χώρας, η φθορά της κυβέρνησης ήταν
φυσιολογική». 2. σωματική, ηθική ή πνευματική βλάβη: «τον χτύπησε
κάποιος με τ’ αυτοκίνητό του και τώρα του ζητάει ένα κάρο λεφτά για σωματική
φθορά || επειδή τον κατηγόρησε άδικα μπροστά στον κόσμο, του ’κανε μήνυση για
ηθική φθορά || τον κατηγόρησε κακόβουλα πως δεν είναι καλός συγγραφέας, κι
αυτός του ’κανε μήνυση για πνευματική φθορά»·
-
βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, α. βρίσκεται σε κάποιο
καθοριστικό σημείο από το οποίο εξαρτάται η μετέπειτα πορεία του: «οι γιατροί
έχουν μεγάλη ανησυχία, γιατί ο άρρωστος βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας».
β. λέγεται για κατάσταση που βρίσκεται στο μεταίχμιο, σε αποφασιστικό
σημείο για την εξέλιξή της: «έχει εντείνει όλες του τις προσπάθειες, γιατί η
δουλειά του βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας»·
-
είναι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, βλ. φρ. βρίσκεται μεταξύ φθοράς
και αφθαρσίας.