φηλί, το, ουσ. [<θηλί, υποκορ. του ουσ. θηλέα (= κλειδαρότρυπα)]. εύχρ. μόνο στη φρ. είναι φηλί κλειδί, βλ. συνηθέστ. είναι κώλος και βρακί, λ. κώλος.