φέρνω κ. φέρω, ρ. [<αρχ. φέρω], φέρνω. 1. αποδίδω, αποφέρω: «αυτή η δουλειά φέρνει καλά λεφτά». 2. εισάγω κάτι από άλλον τόπο: «λέω να φέρω απ’ τη Γερμανία μια παρτίδα τηλεοράσεις». 3. μεταφέρω στα χέρια, κουβαλώ: «τι φέρνεις από τόσο μακριά! || πώς μπορείς και φέρνεις μονάχος σου ένα τόσο βαρύ πράγμα;». 4. μοιάζω σε κάποιον άλλον ή αποκλίνω προς κάτι: «φέρνει του πατέρα του || το χρώμα φέρνει προς το θαλασσί» 5. οδηγώ κάποιον κάπου: «πού φέρνει αυτός ο δρόμος;». 6. προκαλώ, επιφέρω: «το ποτό ήταν μπόμπα και μου ’φερε πονοκέφαλο». 7. στην προστακτ. φέρε, (συνήθως με τις προσ. αντων. μου, του της, μας, τους) δώσε (μου, του, της, μας, τους): «φέρε μου γρήγορα τα λεφτά που μου χρωστάς || φέρε μου ένα τσιγάρο, γιατί τα δικά μου τελείωσαν || φέρε τους να φάνε || φέρε της να φορέσει ένα φουστάνι απ’ τα δικά σου». (Ακολουθούν 220 φρ.)·
- αν με φέρει ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- από πού τον φέρανε; είναι τελείως εκτός πραγματικότητας, έχει παντελή άγνοια για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: «καλά, από πού τον φέρανε και δεν ξέρει ότι κάθε χρόνο πρέπει να υποβάλλει φορολογική δήλωση;». Πολλές φορές, της φρ. άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μωρέ και πιο σπάνια το καλέ·
- δε μας φτάναν τα δικά μας, μας φέραν κι απ’ την Πέργαμο, βλ. λ. δικός·
- ένα τριαντάφυλλο δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. χελιδόνι·
- ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. κούκος·
- έφεραν βουτιά, βλ. λ. βουτιά·
- έφερε βουτιά, βλ. λ. βουτιά·
- έφερε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. λ. κουβέντα·
- η φτώχεια φέρνει γκρίνια, βλ. λ. φτώχεια·
- θα στο φέρω κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- θα στο φέρω ταμπλά ή θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα στο φέρω τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- θα το φέρει ο βλάχος το τυρί, βλ. λ. βλάχος·
- θα τον φέρω γαμιώντας, βλ. λ. γαμιώντας·
- θα τον φέρω πηδώντας, βλ. λ. πηδώ·
- θα του το φέρω απ’ έξω απ’ έξω, βλ. λ. έξω·
- θα του το φέρω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- η κουβέντα το φέρνει, βλ. λ. κουβέντα·
- η χάρη θέλει αντίχαρη για να σου φέρει χάρη, βλ. λ. χάρη·
- καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, βλ. λ. καιρός·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μ’ έφερε μέχρι το λαιμό ή μ’ έχει φέρει μέχρι το λαιμό, βλ. λ.λαιμός·
- μ’ έφερε στα στενά, βλ. λ. στενό·
- μ’ έφερε στο νυν και αεί, βλ. λ. αεί·
- μ’ έφερε στο τσακ ή μ’ έχει φέρει στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- μ’ έφερε ως το λαιμό ή μ’ έχει φέρει ως το λαιμό, βλ. λ.λαιμός·
- με φέρνει ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- με φέρνει σε δύσκολη θέση, βλ. λ. θέση·
- με φέρνει στα ίσα μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. ίσος·
- με φέρνει στο φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- με φέρνουν άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- με φέρνουν μέχρι δω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- με φέρνουν ως εδώ απάνω, βλ. λ. απάνω·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου τα φέρνει άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- μου τη φέραν μπαλαμούτι, βλ. λ. μπαλαμούτι·
- μου την έφερε, με κορόιδεψε, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «ούτε το κατάλαβα πώς μου την έφερε ο αλήτης και μου ’φαγε τα λεφτά!». (Λαϊκό τραγούδι: για κορόιδα ρε μας παίρνεις, κι ολοένα μας τη φέρνεις
- μου την έφερε από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- μου την έφερε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου την έφερε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου την έφερε με μπαμπεσιά, βλ. λ. μπαμπεσιά·
- μου την έφερε μπαμπέσικα, βλ. λ. μπαμπέσικος·
- μου την έφερε πισώπλατα, βλ. λ. πισώπλατα·
- μου το ’φερε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου φέρνει αναγούλα, βλ. λ. αναγούλα·
- μου φέρνει ανακάτωμα, βλ. λ. ανακάτωμα·
- ο ανήφορος φέρνει κατήφορο, βλ. λ. ανήφορος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, βλ. λ. λόγος
- ο Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να στα φέρνει δεξιά, βλ. λ.Θεός·
- ο λόγος το φέρνει, βλ. λ. λόγος·
- ο ύπνος ύπνο φέρνει, βλ. λ. ύπνος·
- ο ύπνος φέρνει ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- όπως μου τα ’φερες ή όπως μου τα ’χεις φέρει, βλ. λ. όπως·
- όπως σε φέρει το φέρον φέρσου και φέρε, μην αδημονείς, και τον εαυτόν σου λυπείς και το φέρον σε φέρει, πρέπει να αντιμετωπίζεις τα πράγματα έτσι όπως έρχονται και δεν πρέπει να καταλαμβάνεσαι από ψυχική ένταση, γιατί και η στενοχώρια σου μένει και αυτό που είναι να συμβεί θα συμβεί·
- όπως τα φέρει η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όπως τα φέρει η μοίρα, βλ. λ. μοίρα·  
- όπως τα φέρει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- ό,τι φέρει η ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- ότι φέρει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, βλ. λ. αέρας·
- ποιος δρόμος σ’ έφερε, βλ. λ. δρόμος·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- πότε με τα καρύδια του, πότε με το χαλβά του, έφερε την καλόγρια με τα θελήματά του, βλ. λ. θέλημα·
- σ’ έφερε ο πελαργός, βλ. λ. πελαργός·
- σούρτα φέρτα, βλ. λ. σούρτα φέρτα·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, βλ. λ. θάλασσα·
- σύρε με νονέ και φέρε με κουμπάρε, βλ. λ. νονός·
- τα φέρνω (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), δίνω σε κάποιον τα χρήματα που κερδίζω: «τα φέρνει στη γυναίκα του μέχρι δραχμή || όσα βγάζει απ’ τη δουλειά της τα φέρνει στον άντρα της». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το κορόιδο στα ’φερνα, ενώ ’πρεπε να στα ’παιρνα)· βλ. και φρ. του τα φέρνει·   
- τα φέρνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τα ’φερε από δω, τα ’φερε από κει, βλ. λ. εδώ·
- τα φέρνω εξάρες (ενν. τα ζάρια), βλ. λ. εξάρα·
- τα φέρνω έξι κι ένα, βλ. λ. έξι κι ένα·
- τα φέρνω ίσα βάρκα ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- τα φέρνω ίσα ίσα, βλ. λ. ίσος·
- τα φέρνω ίσα και πάτσι, βλ. λ. ίσος·
- τα φέρνω ίσια υφάδι, ίσια στημόνι, βλ. λ. υφάδι·
- τα φέρνω μια η άλλη ή τα φέρνω μια την άλλη, βλ. λ. άλλος·
- τα φέρνω πάτσι και πόστα ή τα φέρνω πάτσι, βλ. λ. πάτσι·
- τα φέρνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- (τα) φέρνω σε μπαλάντζα, βλ. λ. μπαλάντζα·
- (τα) φέρνω σε μπαλάντζο, βλ. λ. μπαλάντζο·
- τα φέρνω (στα) ίσα, βλ. λ. ίσος·
- τα φέρνω τούμπα, βλ. λ. τούμπα·
- τα φέρνω τσίμα ή τα φέρνω τσίμα τσίμα, βλ. λ. τσίμα·
- τα φέρνω τσίτα ή τα φέρνω τσίτα τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- τη φέρνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τη φέρνω γύρα, βλ. λ. γύρα·
- τη φέρνω γύρω γύρω, βλ. λ. γύρω·
- την έφερα τσατάλα, (για γυναίκες), βλ. λ. τσατάλι·
- την έφερε από δω, την έφερε από κει, (για γυναίκες), βλ. λ. εδώ·
- της τα φέρνει, δίνει όλα τα χρήματα που κερδίζει από τη δουλειά του στη γυναίκα του, στην ερωμένη του: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, ό,τι και να βγάζει, της τα φέρνει»·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, βλ. λ.χέρι·
- της τον έφερα από πίσω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), βλ. λ. πίσω·
- το ένα φέρνει τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το παίξε παίξε, φέρνει και το μπήξε μπήξε, βλ. λ. μπήγω·
- το πήγαιναν, το ’φερναν, βλ. λ. πηγαίνω·
- το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- το συχνό το σμίξιμο, φέρνει και το μπήξιμο, βλ. λ. μπήξιμο·
- το ’φερε η κακιά η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- το ’φερε η κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- το ’φερε η συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- το ’φερε ο διάβολος, βλ. λ. διάβολος·
- το ’φερε ο λόγος, βλ. λ. λόγος·
- το ’φερε ο πελαργός! βλ. λ. πελαργός·
- το φέρνω αλφάδι ή το φέρνω στ’ αλφάδι, βλ. λ. αλφάδι·
- το φέρνω αλφαδιά, βλ. λ. αλφαδιά·
- το φέρνω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- το φέρνω βαριά ή το φέρω βαρέως, βλ. λ. βαρύ·
- τον έφερα με τη ράχη στον τοίχο, βλ. λ. ράχη·
- τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο, βλ. λ. πλάτη·
- τον έφεραν σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- τον έφεραν στον κόσμο, (για γονείς) βλ. λ. κόσμος·
- τον έφερε από δω, τον έφερε από κει, βλ. λ. εδώ·
- τον έφερε στον κόσμο, (για γυναίκες) βλ. λ. κόσμος·
- τον (την) πήγαιναν, τον (την) έφερναν, βλ. λ. πηγαίνω·
- τον φέρνω αλά κάπα, βλ. λ. αλά·
- τον φέρνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τον φέρνω γύρα, βλ. λ. γύρα·
- τον φέρνω γυροβολιά, βλ. λ. γυροβολιά·
- τον φέρνω γύρω γύρω, βλ. λ. γύρω·
- τον φέρνω καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- τον φέρνω με τα νερά μου ή τον φέρνω στα νερά μου, βλ. λ. νερό·
- τον φέρνω μέχρι εδώ απάνω ή τον φέρνω ως εδώ απάνω, βλ. λ. απάνω·
- τον φέρνω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- τον φέρνω πλάτη, (για δρομείς ταχύτητας) βλ. λ. πλάτη·
- τον φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή τον φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή τον φέρνω σε λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τον φέρνω στα όριά του, βλ. λ. όριο·
- τον φέρνω στα στενά, βλ. λ. στενός·
- τον φέρνω στα συγκαλά του, βλ. λ. συγκαλά·
- τον φέρνω στο αμάν, βλ. λ. αμάν·
- τον φέρνω στο αμήν, βλ. λ. αμήν·
- τον φέρνω στο έρνται, βλ. λ. έρδε·
- τον φέρνω στο μπιρ Αλλάχ, βλ. λ. Αλλάχ·
- τον φέρνω στο ντουζένι, βλ. λ. ντουζένι·
- τον φέρνω στο νυν και αεί, βλ. λ. νυν και αεί·
- τον φέρνω στο φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- τον φέρνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
- τον φέρνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
- τον φέρνω στο χείλος του γκρεμού, βλ. λ. χείλος·
- τον φέρνω στον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- τον φέρνω τούμπα, βλ. λ. τούμπα·
- τον φέρνω φούρλα, βλ. λ. φούρλα·
- του τα φέρνει, (για γυναίκες) δίνει τα χρήματα που κερδίζει από την πορνεία στον εραστή της, στον νταβατζή της: «έχει βρει ένα χηνάρι που του τα φέρνει κανονικά». (Λαϊκό τραγούδι: ο άντρας νταλκαδιάστηκε και για κακό πηγαίνει· του πήρανε την γκόμενα· τώρα ποιος θα τα φέρνει
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, βλ. λ.χέρι·
- του το ’φερα καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- του το ’φερα κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- του το ’φερα στα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- του το ’φερα τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- του το φέρνω απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- του το φέρνω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- του την έφερα, τον κορόιδεψα, τον εξαπάτησα, τον ξεγέλασα: «ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, αλλά του την έφερα χωρίς να το καταλάβει». (Λαϊκό τραγούδι: μια βραδιά στην Αμφιάλη του τη φέραν’ του Μιχάλη
- τους φέρνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τους φέρνω κοντά, βλ. λ. κοντά·
- τους φέρνω στα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- τρομάζει να τα φέρει βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- φέρ’ τα, (ιδίως για χρήματα), δώσ’ τα: «είπες πως σήμερα θα μου ’δινες τα χρήματα. Φέρ’ τα»·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- φέρνει τη συντέλεια ή φέρνει τη συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- φέρνει την καταστροφή, βλ. λ. καταστροφή·
- φέρνει τον κατακλυσμό, βλ. λ. κατακλυσμός·
- φέρνω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- φέρνω βόλτα ή φέρνω μια βόλτα (κάτι), βλ. λ. βόλτα·
- φέρνω βόλτες, βλ. λ. βόλτα·
- φέρνω γύρα ή φέρνω μια γύρα (κάτι), βλ. λ. γύρα·
- φέρνω είδηση, βλ. λ. είδηση·
- φέρνω εξάρες, βλ. λ. εξάρα·
- φέρνω νούλα, βλ. λ. νούλα·
- φέρνω με τα νερά μου (κάποιον), βλ. λ. νερό·
- φέρνω μια βόλτα ή φέρνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- φέρνω μια γύρα ή φέρνω τη γύρα μου, βλ. λ. γύρα·
- φέρνω μια γυροβολιά, βλ. λ. γυροβολιά·
- φέρνω μια στροφή, βλ. λ. στροφή·
- φέρνω μια τούμπα ή φέρνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. λ. νερό·
- φέρνω παιδί, (για γυναίκες) βλ. λ. παιδί·
- φέρνω πεσκέσι, βλ. λ. πεσκέσι·
- φέρνω πίσω (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. πίσω·
- φέρνω σ’ επαφή, βλ. λ. επαφή·
- φέρνω σε δύσκολη θέση (κάποιον), βλ. λ. θέση·
- φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή φέρνω σε λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- φέρνω σε πέρας (κάτι), βλ. λ. πέρας·
- φέρνω στα μέτρα μου, βλ. λ. μέτρο·
- φέρνω στα νερά μου (κάποιον), βλ. λ. νερό·
- φέρνω στα χέρια (κάποιους), βλ. λ. χέρι·
- φέρνω στη δημοσιότητα, βλ. λ. δημοσιότητα·
- φέρνω στη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- φέρνω στη μνήμη μου, βλ. λ. μνήμη·
- φέρνω στην εξουσία, βλ. λ. εξουσία·
- φέρνω στην επιφάνεια (κάτι), βλ. λ. επιφάνεια·
- φέρνω στο αμάν, βλ. λ. αμάν·
- φέρνω στο αμήν, βλ. λ. αμήν·
- φέρνω στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- φέρνω στο νου μου, βλ. λ. νους·
- φέρνω στο ντουζένι, βλ. λ. ντουζένι·
- φέρνω στο φως, βλ. λ. φως·
- φέρνω στο φως (κάτι), βλ. λ. φως·
- φέρνω στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- φέρνω στον πάτο (κάτι, ιδίως ποτήρι, κανάτα, δοχείο), βλ. λ. πάτος·
- φέρνω τ’ απάνω κάτω, βλ. λ. απάνω·
- φέρνω τα πάνω κάτω, βλ. λ. πάνω·
- φέρνω τη ζεϊμπεκιά μου ή φέρνω τις ζεϊμπεκιές μου, βλ. λ.ζεϊμπεκιά·
- φέρνω τη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- φέρνω τη συζήτηση αλλού, βλ. λ. συζήτηση·
- φέρνω την κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- φέρνω την κουβέντα αλλού, βλ. λ. κουβέντα·
- φέρνω τις βόλτες μου, βλ. λ. βόλτα·
- φέρνω τις γύρες μου, βλ. λ. γύρα·
- φέρνω τις γυροβολιές μου, βλ. λ. γυροβολιά·
- φέρνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- φέρνω το πάνω κάτω, βλ. λ. πάνω·
- φέρνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- φέρνω χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- φέρνω χαμπέρι ή φέρνω χαμπέρια, βλ. λ. χαμπέρι.