φερετζές, ο, ουσ. [<τουρκ. ferace], καλύπτρα του προσώπου των μουσουλμάνων γυναικών: «στο Ιράν απαγορεύεται να κυκλοφορήσει έξω γυναίκα χωρίς φερετζέ». (Λαϊκό τραγούδι: έχει κοπέλες ζηλευτές με δίχως φερετζέδες, με κάτι φλογερές ματιές στη γλάστρα μενεξέδες
- όλα τα ’χε η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε ή όλα τα ’χε η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές τη μάρανε ή όλα τα ’χει η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε ή όλα τα ’χει η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές τη μάρανε, λέγεται ειρωνικά για κείνους που, ενώ στερούνται τα απαραίτητα, επιζητούν τα περιττά·
- το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη ή το μουστάκι και το μούσι είν’ ο φερετζές του πούστη, βλ. λ. μουστάκι·
- τσουτσού φερετζές, βλ. λ. τσουτσού.