φασούλι, το, ουσ. [<μσν. φασούλιν <φασηόλιον <υποκορ. του μτγν. φασίολος <λατιν. phaselus], βλ. λ. φασόλι· απροσδόκητη απαίτηση κάποιου ή απροσδόκητο πρόβλημα που προκύπτει: «τι φασούλι είναι πάλι αυτό που μου πέταξες!»·
- μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε καινούριο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι ή μας έβγαλε νέο φασούλι, κοντά στις προηγούμενες απαιτήσεις του, ξαφνικά μας παρουσίασε νέα πρωτοφανή απαίτηση, μας δημιούργησε νέο πρόβλημα: «τη στιγμή που έφτασε η ώρα να υπογράψουμε τα συμβόλαια, μας έβγαλε κι άλλο φασούλι σχετικά με τη διανομή των κερδών»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι, με οικονομία και αποταμιεύοντας κανείς συστηματικά μικρά χρηματικά ποσά, μπορεί μα τον καιρό να δημιουργήσει ένα μεγάλο χρηματικό απόθεμα: «αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου, πρέπει να μη σπαταλάς και να είσαι υπομονετικός, γιατί φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι». Συνών. σταλαγματιά σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η βαθιά.