φασουλάδα κ. φασολάδα, η, ουσ. [<φασούλι + κατάλ. -άδα], φαγητό σε μορφή σούπας από ξερούς καρπούς φασολιάς, που θεωρείται το εθνικό φαγητό των Ελλήνων. Επειδή είναι βαρύ φαγητό και δημιουργεί πολλά αέρια σε αυτόν που τα τρώει, ο λαός δεν έχασε την ευκαιρία και σκάρωσε το φασουλάδα τρομερή, κάθε βήμα και πορδή ή φασουλάδα τρομερή, κάθε βήμα μια πορδή·
- βγάζω τη φασουλάδα, βλ. φρ. βγαίνει η φασουλάδα·
- βγαίνει η φασουλάδα, κερδίζω τα χρήματα που είναι απαραίτητα για τη συντήρησή μου: «μπορεί να μην κερδίζω πολλά χρήματα, αλλά βγαίνει η φασουλάδα». Από το ότι η φασουλάδα θεωρείται φαγητό των φτωχών. (Λαϊκό τραγούδι: για να δοξάσει την Ελλάδα, μα και για να βγει η φασολάδα). Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- είναι μέσ’ στη φασουλάδα (κάποιος), αποτελεί σοβαρό υποψήφιο, σοβαρό διεκδικητή για την κατάκτηση μιας εξέχουσα θέσης ή ενός τίτλου: «παρ’ όλο που είναι νέος στην επιχείρηση, είναι μέσ’ στη φασουλάδα για τη θέση του διευθυντή»·  
- τρέχω για τη φασουλάδα, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «έχω μεγάλη οικογένεια, γι’ αυτό όλη τη μέρα τρέχω για τη φασουλάδα». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- φασουλάδα είναι; ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει αν πειράζει να κάνει ή να πάρει κάτι, και, επειδή μας είναι αδιάφορο, υπονοεί πως μπορεί να το κάνει ή να το πάρει: «πειράζει να έρθει κι ο τάδε στο πάρτι; -Φασουλάδα είναι; || θα σε πειράξει, αν πάρω ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο σου; -Φασουλάδα είναι;», δηλ. βεβαίως και δεν πειράζει. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το για να πειράζει; Από το ότι, όποιος φάει πολύ φασουλάδα, επειδή είναι βαρύ φαγητό τον πειράζει στο στομάχι.