φαρσί, επίρρ. [<τουρκ. farsi (= περσικά)], (για γνώση ξένων  γλωσσών) άπταιστα, στην εντέλεια, τέλεια: «μιλώ τα γαλλικά φαρσί»·
- ξέρω φαρσί (ενν. κάποια ξένη γλώσσα), τη γνωρίζω, την κατέχω απόλυτα, στην εντέλεια: «ξέρω φαρσί αγγλικά || ξέρω φαρσί γαλλικά»·
- το ξέρω φαρσί (ενν. το μάθημα), (για μαθητές) μπορώ να λέω το μάθημά μου ή άλλο κείμενο με μεγάλη ευχέρεια από έξω, το κατέχω απόλυτα, στην εντέλεια: «σήμερα παρακαλώ να με σηκώσει ο καθηγητής στο μάθημα της Γεωγραφίας, γιατί το ξέρω φαρσί».