φάρα, η, ουσ. [<αλβαν. fara (= σπόρος, γένος)]. 1. γένος, ράτσα, σόι, φυλή: «είναι η πιο μεγάλη φάρα μέσ’ στο χωριό». 2. κοινωνική ή επαγγελματική τάξη: «η φάρα των πλουσίων || η φάρα των δικηγόρων || η φάρα των γιατρών». Συνήθως λέγεται με μειωτική διάθεση: «η φάρα των πλουσίων δεν μπορεί να κατανοήσει τα προβλήματα του φτωχού λαού || αν μπλέξεις με τη φάρα των δικηγόρων, θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα || αν μπλέξεις με τη φάρα των γιατρών, θα πρέπει να ’χεις μια τσέπη με φακελάκια»·
- γαμώ τη φάρα μου! ή γαμώ τη φάρα που με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν, γαμώ τη φάρα μου!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τη φάρα σου! ή γαμώ τη φάρα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη φάρα! ή σου γαμώ τη φάρα που σε πέταγε! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω ρε, γαμώ τη φάρα σου, γιατί πιάνεις κάθε τόσο τ’ όνομά μου στο στόμα σου! || σου γαμώ τη φάρα που σε πέταγε αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- είναι άτιμη φάρα, α. είναι κακός, δόλιος, ύπουλος: «είναι άτιμη φάρα και κανένας δε θέλει την παρέα του». β. είναι πανέξυπνος, πανούργος και για το λόγο αυτό επικίνδυνος: «πρόσεχε να μη σε ρίξει, γιατί είναι άτιμη φάρα»· βλ. και φρ. είναι κακία φάρα·
- είναι ίδια φάρα ή είναι μια φάρα, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, έχουν τις ίδιες κακές ιδιότητες, τον ίδιο κακό χαρακτήρα: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί, γιατί είναι ίδια φάρα». Συνών. είναι ένα πανί / είναι του ιδίου φυράματος· βλ. και φρ. όλοι τους είναι ίδια φάρα·
- είναι κακιά φάρα, είναι κακός άνθρωπος, είναι παλιάνθρωπος: «πρόσεχεαυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κακιά φάρα»· βλ. και φρ. είναι άτιμη φάρα·
- κακιά φάρα, σόι που το χαρακτηρίζει η κακία, που τα μέλη του ζουν στην απατεωνιά, στην παρανομία: «πρόσεχε σ’ αυτό το σπίτι που μπαίνεις, γιατί δεν υπάρχει πιο κακιά φάρα»·  
- όλοι τους είναι ίδια φάρα ή όλοι τους ίδια φάρα είναι, λέγεται για άτομα που έχουν τα ίδια ελαττώματα, τον ίδιο κακό χαρακτήρα: «ταίριαξαν μια χαρά μεταξύ τους, γιατί όλοι τους είναι ίδια φάρα». Συνών. όλοι τους είναι ίδια ράτσα ή όλοι τους ίδια ράτσα είναι / όλοι τους είναι τα ίδια σκατά ή όλοι τους τα ίδια σκατά είναι· βλ. και φρ. είναι ίδια φάρα·
- παιδιά της φάρας, βλ. λ. παιδί·
- του γαμώ τη φάρα ή του γαμώ τη φάρα που τον πέταγε, α. τον καταξευτελίζω, τον καταντροπιάζω: «τον συνάντησε τυχαία έξω απ’ το καφενείο και του γάμησε τη φάρα». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε τη φάρα». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.