φάντης κ. φάντες, ο, ουσ. [<ιταλ. fante <ισπαν. infante <λατιν. infans (= νήπιο, παιδί)], φιγούρα της τράπουλας, ο βαλές: «στην ξερή, ο φάντης είναι πολύ ισχυρό χαρτί»·
- εμφανίστηκε σαν φάντης μπαστούνι, α. λέγεται για κάποιον που εμφανίστηκε κάπου ξαφνικά, αναπάντεχα, απρόοπτα, χωρίς να τον περιμένουμε: «είχε καιρό να περάσει απ’ το μπαράκι, ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε σαν φάντης μπαστούνι». β. επίσης λέγεται ειρωνικά και για απρόοπτη εμφάνιση ενοχλητικού προσώπου: «την ώρα που ήταν να φύγουμε, εμφανίστηκε ο τάδε σαν φάντης μπαστούνι και δεν ξέραμε τι να κάνουμε». Από το ότι στη χαρτομαντεία το μπαστούνι είναι σύμβολο μεγάλης κακοτυχίας ή στενοχώριας·
- παρουσιάστηκε σαν φάντης μπαστούνι, βλ. φρ. εμφανίστηκε σαν φάντης μπαστούνι·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. λ. δουλειά·
- τι έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. φρ. τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο(;)·
- τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα.